9 Δεκ 2007

"'Αγιος Δημητριος" & "Γέρο Αλέξανδρος". Τα καΐκια της οικογένειας Αρμενάκη

Η συνάντηση της ομάδας μας με τον συνταξιούχο καπετάνιο Αλέξανδρο Αρμενάκη το απόγευμα της 25ης Νοεμβρίου 2007, έδωσε τη δυνατότητα σε μεγάλο αριθμό μελών που είχαν την δυνατότητα να πρευρεθούν, να απολαύσουν ένα συναρπαστικό ταξίδι στο χώρο και στο χρόνο, με τα καΐκια της οικογένειας, «Άγιος Δημήτριος» & «Γέρο-Αλέξανδρος».

Η συγκροτημένη διατύπωση γεγονότων, βιωμάτων και απόψεων εκ μέρους του, σε συνδυασμό με την ύπαρξη πολύτιμου αρχειακού υλικού, μας μετέτρεψε -προς μεγάλη μας ικανοποίηση- από «δημοσιογράφους» σε ακροατές.

Ας σαλπάρουμε λοιπόν με τιμονιέρη τον καπετάν Αλέξανδρο.

«Γεννήθηκα την κατοχή, το 1943. Εκείνα τα χρόνια η μεταφορές των εμπορευμάτων και γενικά όλων των αγαθών γινόταν ακόμα με τα ξύλινα καΐκια, τα αριστουργήματα αυτά της ναυπηγικής.
Ένα από αυτά ήταν και το καΐκι «Άγιος Δημήτριος»του παππού μου του Αλέξανδρου Αρμενάκη, όπως μπορείτε να διαπιστώσετε και εσείς από τον πίνακα του συντοπίτη μας πλοιογράφου, του Αριστείδη Γλύκα. Το όνομα του οφείλεται στην αγάπη του παππού μου για στον Άγιο Δημήτρη, στη Κλειδού».

Ναυπηγήθηκε στη Σύρο το 1920, και σύμφωνα με το έγγραφο Εθνικότητας του Υπουργείου Εθνικής οικονομίας που μας έδειξε, επρόκειτο για ένα ξύλινο πέραμα 34,57 κόρων, με ολικό μήκος 17,50 μέτρα, καθαρό μήκος 15,35 μέτρα, και βάθος από το καταστρώματος μέχρι την καρίνα 2,25 μέτρα. Διέθετε δύο ιστούς και έχει καταχωρηθεί στο νηολόγιο πρώτης τάξεως του λιμεναρχείου Σύρου με αριθμό 546.

Ταξίδευε σε όλη τη Μεσόγειο, μεταφέροντας διάφορα εμπορεύματα, κυρίως όμως σιτηρά και εσπεριδοειδή. Από την Θεσσαλονίκη και την Αλεξανδρούπολη μέχρι την Κρήτη, την Κύπρο, ακόμα και την Αίγυπτο. «Ο παππούς μου ήταν άριστος ναυτίλος. Έλεγαν μάλιστα ότι δεν έχανε ποτέ τον φάρο της Αλεξάνδρεια».
Έχει διασωθεί μάλιστα και το βιβλίο ναυτικών υπολογισμών στο εξώφυλλο του οποίου αναγράφεται: Τετράδιον της ναυτικής επιστήμης του διδασκάλου Αντωνίου Πατρώνα, του Αλεξάνδρου Αρμενάκη, διακοσμημένο με χειροποίητα ανεμολόγια και αστρονομικούς πίνακες.
«Υπάρχουν εδώ διάφοροι ναυτιλιακοί υπολογισμοί και φαίνεται πόσο πειθαρχημένοι ήταν τότε οι ναυτίλοι και πόσο καλά σπουδάζανε. Ταξίδευαν μόνο με την πυξίδα και με τα αστέρια. Ο παππούς μου και ο θείος μου ξέρανε όλα τα αστέρια, με αυτά ταξιδεύανε».
Είχε πλήρωμα συνολικά 6 άτομα από τα οποία θυμόταν μόνο του Κήρυκα Μπουμπούλη.

Χρησιμοποιούσαν κυρίως τα πανιά, και σύμφωνα με το σχετικό έγγραφο η πετρελαιομηχανή τύπου Scadia, 45 ίππων τοποθετήθηκε το 1939 από τον Κήρυκα Αρμενάκη ο οποίος ήταν και ο αντικαταστάτης του πατέρα του. «Έπιανε τα 4 μίλια την ώρα με μπουνάτσα. Ήταν όμως μεγάλη υπόθεση. Έπιανε τα ναύλα. Ήταν το πρώτο καΐκι στη Χίο που έβαλε μηχανή.
Έχει διασωθεί επίσης και το τελευταίο ημερολόγιο του καϊκιού το οποίο όπως μας ανέφερε το παρουσιάζει για πρώτη φορά δημόσια. Αναφέρεται στην δύσκολη περίοδο της Γερμανικής κατοχής κατά την οποία το καΐκι «Άγιος Δημήτριος» συνέχισε να πραγματοποιεί μεταφορές προσώπων και προσώπων με αφάνταστες αντιξοότητες.
«Στην Κατοχή, ο πατέρας μου είχε λάβει μέρος στην εθνική Αντίσταση. Μετέφερε κρυφά με μεγάλο ρίσκο Εγγλέζους Αξιωματικούς όπως έκαναν και άλλα πολλά καΐκια», και έχει τιμηθεί γιαυτό όπως μας είπε ο κος Αλέξανδρος. Προσέγγιζαν τις νότιες ακτές του νησιού και πραγματοποιούσαν την επιβίβαση ή την αποβίβαση. Στο σημείο αυτό ανέφερε τον θείο του και μέλος του πληρώματος για πολλά χρόνια τον Μιχάλη Μπουρλώτο, ο οποίος πραγματοποιούσε την προσέγγιση στην ακτή κωπηλατώντας με ένα μικρό βαρκάκι χωρίς να έχει τιμηθεί γιαυτό.

Στην σελίδα 27 του ημερολογίου καταγράφεται ο επίλογος της δράσης του καϊκιού «Άγιος Δημήτριος», σύμφωνα με την οποία: «Κατά τον βομβαρδισμό που εβλήθη το Σουηδικό πετρελαιοκίνητο του Ερυθρού Σταυρού WIRIN, 7-2-1944 εβλήθη και το πλοίον μου όπου του επροξένησε μεγάλας ζημίας. Το πλοίον μου παραμένει επί του καρνάγιου λόγο ελείψεως υλικών. Ο Κυβερνήτης Κήρυκος Αρμενάκης».
Την στιγμή της ανατίναξης μάλιστα βρισκόταν μέσα στο καΐκι μαζί με το μέλος του πληρώματος Κώστα Μούνδρο. Και οι δύο γλύτωσαν από θαύμα.

«Ο πατέρας μου ο Κήρυκας Αρμενάκης, διεκδίκησε αποζημίωση αλλά δεν μπόρεσε να πάρει τελικά. Το ξαναδημιούργησε όμως κουβαλώντας ξύλα από τον Άγιο Γιώργη τον Συκούση, και προσλαβάνοντας για την κατασκευή του τον άριστο καραβομαραγκό μαστρο-Σωτήρη Κυλαδίτη. Ο Κυλαδίτης ήταν από εδώ από την Μούτσαινα. Το ονόμασε «Γέρο Αλέξανδρο» προς τιμή του πατέρα του».

Σύμφωνα με το έγγραφο Εθνικότητας της 1ης Αυγούστου 1946 που μας έδειξε, ο «Γερο-Αλέξανδρος» ήταν και αυτό ένα ξύλινο πέραμα ολικής χωρητικότητας 54,00 κόρων, ολικού μήκους 18,00 μέτρων, καθαρού μήκους 16,00 μέτρων, βάθος από το κατάστρωμα 2,60 μέτρων, με δύο ιστούς και μηχανή 50 ίππων. Έχει καταχωρηθεί στο Λιμεναρχείο Χίου με αριθμό 150 και ανήκει κατά 75% στον Κήρυκα , και κατά τα 25% στον αδελφό του Δημήτριο Αρμενάκη».
Το πιο συνηθισμένο φορτίο του ήταν τα μανταρίνια του κάμπου τα οποία τα μετέφερε στον Πειραιά. Επίσης έκανε μεταφορές αλευριού από τους αλευρόμυλους του Αγίου Γεωργίου της Κρήτης στα νησιά των Κυκλάδων.

«Τα θυμάμαι με πολύ μεγάλη νοσταλγία. Τα θυμάμαι γιατί με έπαιρνε ο πατέρας μου στο καΐκι, μικρό παιδάκι 10 χρόνων τότε. Θυμάμαι ότι έφτιαχναν κάσες γύρω γύρω στο κατάστρωμα και τις γεμίζανε μανταρίνια. Έμπορος των μανταρινιών ήτανε ο συγχωρεμένος ο Μαυριδόγλου και κάτι Καρδαμυλίτες όπως ο Αγγελικούσης. Μετέφερε και πολλά άλλα εμπορεύματα, σιτάρι, αλεύρι κ.α. Ναυτικός πράκτορας ήταν ο Χατζελένης.

Όλη η φτωχιά προκυμαία, από το REX μέχρι το καρνάγιο, ήταν γεμάτη ξύλινα καΐκια. Θυμάμαι του Μηνιώτη το «Βασιλική», το «Αφροδίτη», και πάρα πολλά Βρονταδούσικα, Λαγκαδούσικα και Καρδαμυλίτικα.
… Το καρνάγιο ήταν στην θέση που σήμερα βρίσκεται το Λιμεναρχείο. Με κάτι χειροκίνητα μέσα τα τραβάγανε έξω πάνω σε σχάρες. Τα καθάριζαν τα καλαφάτιζαν και ύστερα τα έβαφαν. Μύριζε ο τόπος μίνιο και μπογιές. Οι Λαγκαδούσοι ήταν πολύ καλοί καλαφάτες, πολύ καλοί ναυτικοί και είχαν πάρα πολλά καΐκια.
…Δούλευαν με ναύλο, και μάλιστα υπήρχε ανταγωνισμός πιο καΐκι θα φτάσει πρώτο στον Πειραιά, να πάρει τον καλύτερο. Οι συνθήκες που ζούσαν ήταν πάρα πολύ δύσκολες. Ταξίδευαν όλο τον χρόνο χειμώνα καλοκαίρι, χωρίς τα όργανα ναυσιπλοΐας και επικοινωνίας που υπάρχουν σήμερα… Όταν συναντούσαν φουρτούνα κατέφευγαν σε ασφαλή αγκυροβόλια όπου έμεναν για μέρες χωρίς να μπορούν να ειδοποιήσουν..
… Όλο το πλήρωμα έμενε σε μια κουκέτα στην πλώρη. Μη νομίζετε ότι μαγείρευαν. Είχαν κυρίως ξηρά τροφή, ρέγγες, όσπρια, πιλάφι. Το πόσιμο νερό το μετέφεραν με ένα ξύλινο βαρέλι".

Το «Γέρο Αλέξανδρος» πουλήθηκε γύρω στα 1953 σε Σύρο, με κοινή συμφωνία των αδελφών, Κήρυκα, Κώστα, Μήτσου και Σίμου Αρμενάκη, και στη συνέχεια ναυάγησε. Σύμφωνα με πληροφορίες και λόγω της ομοιότητας του, είναι σχεδόν σίγουρος ότι πρόκειται για το σκάφος «Ευαγγελίστρια» που εκτίθεται στο Μουσείο Αιγαίου στο Τροκαντερό. «Το μάζεψε ο Δρακόπουλος ο εφοπλιστής και το αναπαλαίωσε».

Η άποψη του για την καταστροφή των των παραδοσιακών σκαριών είναι κατηγορηματική.
«Πρόκειται για καταστροφή της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, διότι δεν υπάρχουν πια οι τεχνίτες για να τα ξαναφτιάξουν, και αν υπάρχουν είναι πολύ λίγοι. Δεν ξέρω ποιοί ακριβώς είναι οι λόγοι αυτής της πρακτικής να τα κόβουνε στη μέση και να τα καταστρέφουν, ενώ θα μπορούσανε να κοσμούνε διάφορα μουσεία και διάφορα μέρη ειδικά εδώ στη Χίο που είναι ναυτομάνα .
…Από την εμπειρία μου σαν ναυτικός είδα σε πολλά μέρη όπως π.χ στη Βαλτιμόρη των ΗΠΑ, τα εκθέτουν στο καλύτερο μέρος γιατί είναι μέρος της ιστορίας τους. Υπάρχουν και πάρα πολλά άλλα που χρησιμοποιούνται σαν εκπαιδευτικά. Μιλάμε βέβαια για μεγάλα ιστιοφόρα κάτι αντίστοιχο με το δικό μας το Ευγένιος Ευγενίδης.
Στο σημείο αυτό κάποια επείγουσα δουλειά υποχρέωσε τον κο Αρμενάκη να αποχωρήσει. Εμείς όμως απτόητοι, εκμεταλλευόμενοι το "θάρρος" που μας έδωσε παραμείναμε, καταγράφοντας το πολύτιμο αρχείο του το οποίο και θα παρουσιάσουμε με την ολοκλήρωση αυτής της εργασίας.

Για την περιβαλλοντική ομάδα του Γυμνασίου Βροντάδου: Γανιάρη Σοφία, Ζαννίκου Κατερίνα, Μπαχά Κική, Ξυνταριανού Μαριάνθη, Ρέ Πηνελόπη, Σαλιάρης Κωνσταντίνος, Στείρου Θεοδώρα, Φράγκου Παρασκευή

5 Δεκ 2007

«΄Αγιος Ιωάννης».Κόροι 28.

1952. Η χρονιά που ο καπετάν Γιάννης, αποφοιτά από το Γυμνάσιο. «Δύσκολα χρόνια. Πολύ δύσκολα. Έπρεπε νάσαι ταμένος για να τα βγάλεις πέρα». Θυμάται ακόμα την φράση του πατέρα του, Δημήτρη Μπεκριδάκη, πρόσφυγα του 22, και ήρωα του Αλβανικού μετώπου. «Η γενιά μου, έζησε τρεις πολέμους, τέσσερεις προσφυγιές. Το 14, το 22, το 41. Πώς να φτιαχτούμε, να κάνουμε κάτι.»

Δουλειές στο νησί δεν υπήρχαν. Άρχισε η φυγή στον Πειραιά, το Πέραμα, τη Νίκαια. Μόνη διέξοδος, η θάλασσα. Τα καΐκια και τα βαπόρια. Αυτό τον δρόμο αποφάσισε να τραβήξει και ο καπετάν Γιάννης. Αλλά και εδώ τα πράγματα δεν ήταν εύκολα. «Πρόφτασα μέρες στην προκυμαία νεωρείων, μπορεί και 1000 άτομα -τα 900 ξυπόλυτα- να ζητούν δουλειά. Ποιος να πρωτομπαρκάρει. Προηγούνταν οι συγγενείς, οι χωριανοί. Οι Βρονταδούσοι έπαιρναν τους Βρονταδούσους, οι Λαγκαδούσοι τους Λαγκαδούσους. Δεν παίρνανε ξένο. Ειδικά εμάς τους μικρασιάτες. Η κατάσταση ήταν φοβερή…Πολλοί, πλήρωναν με χρυσές λίρες τα γραφεία, άλλοι έδιναν τις κόρες ή τις αδελφές τους υπηρέτριες στα σπίτια των καραβοκύρηδων», άμισθες, προκειμένου να μπαρκάρουν».

Για να συμπληρώσει την απαιτούμενη

θαλάσσια προϋπηρεσία, και να μπαρκάρει σαν δόκιμος στα καράβια, ο καπετάν Γιάννης ναυτολογήθηκε ως «ναυτόπαις» στο καΐκι «Άγιος Γιάννης», αυτό που τώρα «ξερομαχά» στον Άγιο Γιάννη στο Θόλος. «Το ωραιότερο σκαρί στη Χίο. Σαμιώτικο … Ήταν ο θείος μου καπετάνιος και με πήρε».

Το «Άγιος Γιάννης» ήταν αλιευτικό, ανεμότρατα. «Με 8 άτομα πλήρωμα. Καπετάνιο, μηχανικό, 4 ναύτες και δύο ναυτόπαιδες. Δυνατοί άνθρωποι και υπομονετικοί».

Ζητήσαμε από τον καπετά Γιάννη, να μας περιγράψει την ζωή στο καΐκι, πράγμα που έκανε. Με την υπενθύμιση βέβαια ότι αναφερόμαστε σε αλιευτικό και όχι σε εμπορικό καΐκι. «Εκεί τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα...»

Το ταξίδι τους ξεκινούσε αφού είχε γίνει ανεφοδιασμός σε πετρέλαιο και τρόφιμα. «Ρέγγες, όσπρια, λάδι, ρύζι πατάτες και κρεμμύδια. Αυτά ήταν τα βασικά, επειδή αυτά διατηρούνται. Το ψωμί φυσικά ήταν μπαγιάτικο, πέτρινο, έπρεπε το βουτάς πολύ ώρα για να μαλακώσει».

Η συνηθισμένη τους ρότα, ήταν το στενό από Κάβο Μελανιός-Ψαρά, μέχρι τα Μεστά. Κατά την διάρκεια της καλάδας, το πλήρωμα έπρεπε να πλύνει το καΐκι, να ράψει τα δίχτυα, να ετοιμάσει τα κασάκια για τα ψάρια.

Μπορούσαν να γευματίσουν αφού έπαιρναν πάνω την καλάδα. Αν το επέτρεπε ο καιρός, άναβαν φωτιά σε ένα τενεκέ με τρύπες, σαν φουφού, και πάνω εκεί έβαζαν το τσουκάλι, που το επέβλεπε ένας από τους δόκιμους με τις οδηγίες ενός παλιού ναύτη. Συνήθως έφτιαχναν κακαβιά με τα τελευταία ψάρια, τα χτυπημένα, αυτά που δεν μπορούσαν να πουληθούν. Μόνο αυτά επιτρεπόταν να φάει το πλήρωμα. «Καθίζαμε σταυροπόδι γύρω από ένα σοφρά, βάζαμε λίγη σούπα στο πιάτο, ένα ψάρι στο χέρι και αυτό ήταν όλο. Τρώγαμε γρήγορα γρήγορα, και αρχίζαμε να καθαρίζουμε την καλάδα. Καθαρίζαμε καμιά διακοσαριά κιλά».

Το λάδι και το αλάτι στο φαγητό το έβαζε ο καπετάνιος. Αυτός έτρωγε πρώτος και μετά οι υπόλοιποι «Όλα στο καΐκι τα έκανε αυτός. Γιαυτό και οι Εγγλέζοι τον αποκαλούν Μaster, Θεό. Για να εξασφαλιστεί η πειθαρχία. Το κυριότερο στη θάλασσα είναι η πειθαρχία. Άμα σπάσει η πειθαρχία στο καράβι, νέτα.»

Στο σημείο αυτό μας διάβασε το παρακάτω απόσπασμα: «Τα προσόντα του πλοιάρχου είναι λίγο πολύ τα εξής: Υγιής, αρτιμελής, αποφασιστικός, γενναίος, ιστιοπλόος, πλοηγός, ωκεανοπλόος, μετεωρολόγος, ακτοοπλόος, έμπορος, γιατρός, νοσοκόμος, δικηγόρος, πολεμιστής, θαρραλέος, με σεβασμό στη θάλασσα.»

Το πόσιμο νερό υπήρχε σε ένα βαρελάκι στην πλώρη. «Παίρναμε νερό με ένα καρτούτσο, ένα στενόμακρο κυπελάκι με ζύγια που το έριχνες μέσα από μια τρύπα, και όσο έπιανε. Αυτό ήταν. Αυτό δικαιούσαι να πιεις».
Ο ανεφοδιασμός σε νερό γινόταν από πηγάδι, με ευθύνη των δόκιμων, οι οποίοι προσέγγιζαν την ξηρά με ένα βαρκάκι.

Ο όρμος των Μεστών τα χρόνια εκείνα δεν διέθετε καμία υποδομή, έτσι έπρεπε να φουντάρουν ανοικτά και να βγάλουν τα ψάρια έξω, τακτοποιημένα κατά είδος σε κασάκια. Περίπου 200 κιλά. «Τα στέλναμε με αυτοκίνητο στη Χίο, και καθίζαμε λίγο στο καφενεδάκι που υπήρχε εκεί. Μετά επιστρέφαμε στο καΐκι… Κοιμόμαστε σε κουκέτες στην πλώρη, δεξιά και αριστερά. Μόνο ο καπετάνιος έμενε μόνος του στο πίσω μέρος, στη γέφυρα, και ο μηχανικός ακριβώς από κάτω, πάνω στη μηχανή…Τα στρώματα τα παίρναμε εμείς. Χωρίς μαξιλάρια φυσικά…Στις 3 τα ξημερώματα, ξυπνούσαμε για να πάμε πάλι για καλάδα».

Αυτό επαναλαμβανόταν περίπου για μια εβδομάδα όσο επαρκούσαν τα καύσιμα. Μετά επέστρεφαν στο λιμάνι της Χίου για ανεφοδιασμό. Έμεναν μια βραδιά στα σπίτια τους, πλυνόταν, κοιμόταν, έπαιρναν μια καθαρή αλλαξιά και ξεκινούσαν πάλι.

Το «Άγιος Γιάννης», επειδή μπορούσε να ψαρεύει και στα βαθιά νερά, -πάνω από τα 100 μέτρα- είχε άδεια αλιείας και για το καλοκαίρι. Δεν σταματούσε επομένως ποτέ. Μόνο για συντήρηση έβγαινε περίπου για μια εβδομάδα.

«Οι δόκιμοι, δεν πληρωνόμαστε, αλλά πληρώναμε από την τσέπη μας τα απομαχικά στο ΝΑΤ. Μάλιστα, όταν έκανα τα χαρτιά μου για τη σύνταξη, υπήρχε πάνω πάνω αυτή η προϋπηρεσία. «΄Αγιος Ιωάννης», κόροι 28. Συγκινήθηκα ».
Για την περιβαλλοντική Ομάδα Γυμνασίου Βροντάδου
Μάρω Μουτάφη, Κική Μπαχά, Σέβη Σαλλιάρη