22 Φεβ 2007

Μανώλης Πάχος: Ο ναυπηγοξυλουργός


Με υπόδειξη του κου Νίκου Ζαχαριάδη, ήρθαμε σε επαφή με την κα Αργυρώ Πάχου-Ξύδα, και ζητήσαμε να συναντηθούμε με τον πατέρα της, τον ναυπηγοξυλουργό, τον «Πάχο», όπως είναι γνωστός.

Η συνάντηση ορίστηκε για το απόγευμα της Κυριακής της 18ης Φεβρουαρίου 2007, στα γραφεία της επιχείρησης που διατηρεί με τον σύζυγό της.
Εκεί μας υποδέχθηκε ο Μαστρο-Μανώλης, που πρόθυμα και εγκάρδια μας αφηγήθηκε γεγονότα και περιστατικά από την πολύχρονη σχέση του με τα καΐκια, και ειδικά με τα τρεχαντήρια.
Μαζί του ήταν και η κα Ειρήνη, σύντροφος και συνεργάτης του από το 1941 που αρραβωνιάστηκαν, ανήμερα των Χριστουγέννων, όπως μας είπαν.
«Όλα μου τα χρόνια αυτή τη δουλειά έκανα. Έφτιαχνα βάρκες, και κυρίως τρεχαντήρια που μου άρεσαν περισσότερο. Είχα μανία με τα τρεχαντήρια, γιατί είναι τα πιο θαλασσινά σκαριά», λέει ο μαστρο-Μανώλης, και νοιώθεις στον τόνο της φωνής του την περηφάνια του ανθρώπου, που έχοντας επίγνωση της αξίας του, είναι ικανοποιημένος από τον εαυτό του και την ζωή του.
Και ξεφυλλίζοντας μαζί του τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες των καϊκιών που έχει σκαρώσει, πήραμε και εμείς μια γεύση από την τέχνη του, και περισσότερο βέβαια ο Γιάννης και ο Μιχάλης, που ανέλαβαν να μεταφέρουν αυτό το φωτογραφικό υλικό στον υπολογιστή της ομάδας.

Ο μαστρο-Μανώλης ο Πάχος λοιπόν, γεννήθηκε το 1918 στο Κοκκάρι της Σάμου από γονείς Συμιακούς. Ο πατέρας του ήταν και αυτός καραβομαραγκός, αλλά σε πιο μικρά σκαριά.
Σε ένα ταξίδι της οικογένειας προς τον Πειραιά, το πλοίο κτύπησε σε ξέρα και ναυάγησε. Έτσι βρέθηκαν στην Σύρο, όπου ένας Σαμιώτης καραβομαραγκός, ο Λευτέρης ο Ρολογάς, πρότεινε στον πατέρα του, να τον ακολουθήσουν στη Χίο, που είχε αναλάβει να σκαρώσει ένα μεγάλο καΐκι,- του Αγάπιου του Πλατή, ξυλέμπορου της εποχής- και του χρειάζονταν χέρια.

Έτσι βρέθηκε στο νησί μας η οικογένεια του Μαστο-Μανώλη Πάχου, το 1922. Ανήσυχη φύση όμως, έφυγε πολύ νωρίς από τον πατέρα του, «γιατί ήτανε λιγάκι σκληρός», και δούλεψε για 10 ολόκληρα χρόνια σε ταρσανάδες στον Πειραιά και στο Κρανίδι. «Βγήκα τέλειος μάστορας από κει. Ήμουνα μάνα στα τρεχαντήρια 5,6,7 μέτρα», λέει χαρακτηριστικά.

Μας είπε πολλά. Για τον ταρσανά που είχε στη Φτωχιά Προκυμαία, και στο Νοσοκομείο, για τις δουλειές του στο Βροντάδο, στην Αιγνούσα, στο Λιθί, στη Μυτιλήνη, στη Σάμο, για την περιπέτεια που είχε στην Κατοχή με αφορμή το καΐκι «Αγία Κυριακή» του Χωρέμη, το οποίο είχαν επιτάξει οι Γερμανοί και χρησιμοποιούσαν σαν καταδίωξη, για το πιο μεγάλο καΐκι που σκάρωσε, το γρι γρι του καπετάν Γιώργη του Αλατζά, 25 μέτρα μήκος.
Μας περιέγραψε τα εργαλεία και τα χνάρια που χρησιμοποιούσε, τη διαδικασία του σκαρώματος, τις αναλογίες που πρέπει να έχει ένα σκαρί, -«για κάθε μέτρο μάκρους, 30 πόντους φάρδος » - για τους βοηθούς που είχε, και άλλα πολλά, όσα είναι φυσικό να μπορεί να διηγηθεί τόσο παραστατικά ένας άνθρωπος με την εμπειρία την αγάπη και την αφοσίωση στη δουλειά του όπως ο μάστρο-Μανώλης.

Στην κουβέντα πάνω, ανακαλύψαμε και την "αχίλλειο πτέρνα" του. Το καλαφάτισμα. Κατά τη γνώμη του, τα μαδέρια στο καΐκι έπρεπε να τοποθετούνται με μαστοριά τέτοια, που να μη χρειάζεται καλαφάτισμα στους αρμούς. «Άμα πάρει νερά το καΐκι δεν είναι τέχνη. Κανένα δικό μου σκαρί δεν ήτανε καλαφατισμένο. Αυτή ήτανε η τέχνη μου».

Την τέχνη αυτή μάστρο –Μανώλη, δυστυχώς δεν μπορέσαμε στην συνάντησή μας αυτή να την μάθουμε. Μάθαμε όμως κάτι άλλο, ίσως το ίδιο σημαντικό. Μάθαμε τι θα πει, μεράκι .

Σ΄ ευχαριστούμε.

Στείρος Γιώργος, Κουμέντης Γιάννης, Παντελίδης Νίκος, Αμπελιώτης Μιχάλης, Χούλη Καλλιόπη, Φράγκου Αναστασία, Λούρου Κική, Τσατσαρώνη Έλενα.








Δεν υπάρχουν σχόλια: