Η αναζήτηση πληροφοριών για τα «Ξύλινα Τείχη», μας έφερε το απόγευμα της 11ης Νοεμβρίου 2007, στο σπίτι του καπετάν Γιάννη του Μπεκριδάκη, «συνταξιούχου ναυτικού αλλά όχι συνταξιούχου καπετάνιου» όπως μας συστήθηκε, «αφού η ιδιότητα αυτή δεν συνταξιοδοτείται».
Το λιμάνι της Χίου αποτελεί για τον καπετάν Γιάννη, την φυσική προέκταση, την αυλή του σπιτιού του, είτε πρόκειται για το προσφυγικό της φτωχιάς προκυμαίας που γεννήθηκε και μεγάλωσε, είτε το σημερινό στην νότια προκυμαία, με το μπαλκόνι του να υψώνεται πάνω από το νερό θυμίζοντας του ίσως τις γέφυρες των καραβιών που κουμαντάριζε.
Διαθέτοντας λοιπόν εκτός από βιώματα, ένα πολύ καλά ενημερωμένο ιστορικό αρχείο -που ξεκινά από τα σχέδια του 1896 των Πολεμίδη και Λιάτση-, πολύ καλή μνήμη, και έντονο ταπεραμέντο, αποδείχθηκε το κατάλληλο πρόσωπο για ξαναζωντανέψει με την αφήγησή του, εικόνες του λιμανιού στις ταραγμένες δεκαετίες του πρώτου μισού του 20στού αιώνα, τότε που οι μεταφορές προσώπων και αγαθών γινόταν ακόμα με τα ξύλινα καΐκια που κατά εκατοντάδες έδεναν στις αποβάθρες του.
Η νοερή αυτή περιήγηση μας, ξεκίνησε από το Μπούρτζι, το κτίριο που μαζί με ακόμα ένα όμοιο του που καταστράφηκε την δεκαετία του 60, στέγαζε αρχικά το λοιμοκαθαρτήριο, και στην συνέχεια το Λιμεναρχείο με τους Ναυτώνες.
Η διαμόρφωση της περιοχής προέκυψε με μπάζωμα της «ρηχοτοπιάς» και του νησακιού που υπήρχε εκεί παλαιότερα, και χρησίμευε γα την επιτήρηση "της μπούκας" του λιμανιού με τα κανόνια που υπήρχαν πάνω του.
Σειρά είχε μετά, ο ταρσανάς όπου γινόταν οι επισκευές και το «καρενάρισμα», η στεγανοποίηση των καϊκιών, η οποία μέχρι και μετά τον πόλεμο, γινόταν με πίσσα που ζέσταιναν μέσα σε μισοβάρελα για να αραιώσει, και στη συνέχεια άλειφαν με «μαλαστούφες» στους αρμούς και τα ύφαλα του σκαριού.
Μεγάλα καΐκια την εποχή αυτή στη Χίο δεν«χτιζόταν», και τα παράγγελναν είτε στο Καρλόβασι και στο Μαραθόκαμπο της Σάμου, είτε στο Πλωμάρι της Μυτιλήνης είτε και στη Σκιάθο. «Ξεχώριζες από ποιο μέρος φτιάχτηκαν. Οι Σκιαθίτες να πούμε το κάνανε πιο καραβίσιο, πιο τετράγωνο, ενώ οι Σαμιώτες το κάνανε πιο λατζάδο. Εδώ φτιάχναμε μόνο μικρά, δεν είχαμε την εποχή αυτή καραβομαραγκούς δικούς μας. Τα δυό αδέλφια που θυμάμαι, οι Χατζηλιάδες αλλά και οι Πάχοι αργότερα ήταν Συμιακοί,Δωδεκανήσιοι».
Στη συνέχεια άρχιζε η οδός νεωρίων που την εποχή αυτή ήταν ακόμα χωματόδρομος. Εδώ, μεταξύ γιαλού και τείχους, έστησαν με όποιο τρόπο μπορούσαν τα νοικοκυριά τους οι Μικρασιάτες πρόσφυγες το 22, δίνοντας στην περιοχή το προσωνύμιο φτωχιά προκυμαία.
Στο σημείο που σήμερα είναι το ουζερί του Θεοδοσίου, υπήρχε ένα μεγάλο κτίριο χτισμένο με κόκκινη πέτρα, η καρβουναποθήκη, για την «ανθράκευση» των ατμόπλοιων. «Μάλιστα το 1936 με την επανάσταση κατά του Βασιλιά, ο Ναύαρχος Κουντουριώτης εδώ έφερε το Αβέρωφ να κάνει ανθράκευση»
Εδώ λοιπόν έδεναν τα «καρβουνιάρικα», τα καΐκια δηλαδή που έφερναν τα κάρβουνα συνήθως από το Άγιο Όρος αλλά και από διάφορα σημεία του νησιού, και τα αλιευτικά που άπλωναν τα δίκτυα τους σε όλο το μήκος της φτωχιάς προκυμαίας.
Από το Τελωνείο και μετά άρχιζε η "καλή " προκυμαία στρωμένη με «μπαβέδες» με τα εμπορικά μαγαζιά, τις τράπεζες, τα ξενοδοχεία και τα καφενεία. Εδώ άραζαν και τα εμπορικά καίκια. Όλων των μεγεθών και όλων των τύπων. Τα περισσότερα βέβαια ήταν περάματα και τρεχαντήρια 70-80 τόνων, υπήρχαν όμως και μεγαλύτερα όπως το «Καπετάν Αντώνης» ένα καραβόσκαρο 250 τόνων των αδελφών Γλύκα από τον Βροντάδο, το «Βυζάντιο» 300 τόνων Λαγκαδούσικο, το «Καπετάν Διαμαντής» του Καλλίκη και αυτό από την Λαγκάδα, «Ο Γέρο Κούνας» από τα Καρδάμυλα. κ.α. Τελευταίο στην πλευρά αυτή του λιμανιού έδενε μόνιμα το καΐκι του Σκαρβέλη ένα πέραμα που μετέφερε ξυλεία.
Απο εκεί και μετά, στην νότια στη νότια προκυμαία δηλαδή, δεν μπορούσαν να δέσουν γιατί τα νερά ήταν ρηχά. Μόνο σε ένα σημείο μπροστά στο «κόκκινο σπίτι», έδεναν τα «αχεράδικα» τα οποία λόγω μικρού βάρους του φορτίου τους "δεν χρειαζόταν πολλά νερά"και μπορούσαν να προσεγγίσουν .
Συνολικά μέσα στο λιμάνι μπορεί να υπήρχαν και 200 καΐκια κάθε φορά. Γιαυτό και ήταν υποχρεωμένα να «πρυματσώνουν», να δένουν δηλαδή με την πρύμη τους για να εξοικονομείται χώρος. Για να αποφύγουν την τριβή με την αποβάθρα αλλά και μεταξύ τους, χρησιμοποιούσαν είτε «λαγκέτες», κομμάτια δηλαδή ξύλου από καστανιά που τα κρέμαγαν κατακόρυφα, ή πλεκτά παραβλήματα από παλιά σχοινιά που έφτιαχνα οι πιο μερακλήδες.
Ήταν όλα ιστιοφόρα γιατί αν και είχαν αρχίσει να χρησιμοποιούνται οι μηχανές, αυτές ήταν πολύ μικρής ισχύος -γύρω στους 20 ίππους- και τις χρησιμοποιούσαν σαν βοηθητικές, κυρίως για να βγουν από το λιμάνι.
Γιατί χωρίς την μηχανή, όταν επικρατούσε άπνοια, ήταν υποχρεωμένοι οι ναύτες να βγάλουν το φορτωμένο καΐκι έξω από το λιμάνι, τραβώντας το είτε με μια μικρή βάρκα με κουπιά, είτε με σχοινιά από το φαναράκι , με τα πανιά «κρεμασμένα» ώστε να είναι έτοιμοι να εκμεταλλευτούν και την παραμικρή πνοή του αέρα. Και φυσικά ήταν σημάδι μεγάλης τύχης το να πετύχεις ούριο άνεμο. "Πολλές φορές ξημέρωνε η επόμενη μέρα, και τα βλέπαμε να είναι ακόμα απέξω".
Οι περισσότεροι καικσήδες τότε δούλευαν με ναύλο όπως ο Αρμενάκης, ο Ασημένιος, μεταφέροντας εμπορεύματα για λογαριασμό κάποιου εμπόρου, από και προς τον Πειραιά συνήθως.
Υπήρχαν όμως και οι «Σιρμαγελήδες» όπως ο καπετάν Ζαφείρης, που με ένα περαματάκι 10 μέτρων και πλήρωμα τους δυο γιούς του, όργωνε το Αιγαίο κάνοντας εμπόριο μόνος του. Φόρτωνε π.χ πορτοκάλια από τη Χίο, τα πήγαινε στην Σάμο και τα πουλούσε. Αγόραζε από εκεί κρεμμύδια και τα πήγαινε στην Ικαρία κοκ.
Και μια και αναφέραμε τα πορτοκαλια να πούμε ότι αυτήν την εποχή άρχιζε η μεταφορά των εσπεριδοειδών. Αν προορισμός τους ήταν η Οδησσός και τα άλλα εμπορικά κέντρα της Μαύρης Θάλασσας, έπρεπε να συσκευαστούν μέσα σε ειδικά καφάσια, τυλιγμένα ξεχωριστά το καθένα με χάρτινο περιτύλιγμα με τα στοιχεία της εταιρείας, για να συντηρηθούν λόγω της μεγάλης διάρκειας του ταξιδιού.
Στους κοντινούς όμως προορισμούς όπως η Θεσαλονίκη, τα μετέφεραν χύμα, με κάρα μέσα σε τεράστιες κόφες 80-100 οκάδων που σήκωναν στα χέρια οι φορτωτές του λιμανιού και τα άδειαζαν στα αμπάρια. «Ήταν τότε κάτι Κλούβηδες κάτι Κλαδιάδες, άνθρωποι θερία, που έκαναν αυτή την δουλειά.»
Για να χωρέσουν περισσότερα, με ρίσκο του εμπόρου, έφτιαχναν πάνω στο κατάστρωμα κλούβες με καλάμια που τα «έντυναν» εσωτερικά με δάφνες και αγγελικές για να τα προστατεύσουν. «Γιαυτό και στα περιβόλια υπήρχε πάντα ένας τόπος με καλαμιώνες και δαφνώνες».
«Αν έπαιρνε όμως γερός νοτιάς, όπως συμβαίνει πολλές φορές αυτήν την εποχή και πετύχαινε το καΐκι μέσα στο λιμάνι πριν προλάβει να ξεκινήσει, ήταν καταστροφή. Πραγματική καταστροφή. Όλο το λιμάνι γέμιζε με πορτοκάλια και μανταρίνια που επέπλεαν».
Το λιμάνι της Χίου αποτελεί για τον καπετάν Γιάννη, την φυσική προέκταση, την αυλή του σπιτιού του, είτε πρόκειται για το προσφυγικό της φτωχιάς προκυμαίας που γεννήθηκε και μεγάλωσε, είτε το σημερινό στην νότια προκυμαία, με το μπαλκόνι του να υψώνεται πάνω από το νερό θυμίζοντας του ίσως τις γέφυρες των καραβιών που κουμαντάριζε.
Διαθέτοντας λοιπόν εκτός από βιώματα, ένα πολύ καλά ενημερωμένο ιστορικό αρχείο -που ξεκινά από τα σχέδια του 1896 των Πολεμίδη και Λιάτση-, πολύ καλή μνήμη, και έντονο ταπεραμέντο, αποδείχθηκε το κατάλληλο πρόσωπο για ξαναζωντανέψει με την αφήγησή του, εικόνες του λιμανιού στις ταραγμένες δεκαετίες του πρώτου μισού του 20στού αιώνα, τότε που οι μεταφορές προσώπων και αγαθών γινόταν ακόμα με τα ξύλινα καΐκια που κατά εκατοντάδες έδεναν στις αποβάθρες του.
Η νοερή αυτή περιήγηση μας, ξεκίνησε από το Μπούρτζι, το κτίριο που μαζί με ακόμα ένα όμοιο του που καταστράφηκε την δεκαετία του 60, στέγαζε αρχικά το λοιμοκαθαρτήριο, και στην συνέχεια το Λιμεναρχείο με τους Ναυτώνες.
Η διαμόρφωση της περιοχής προέκυψε με μπάζωμα της «ρηχοτοπιάς» και του νησακιού που υπήρχε εκεί παλαιότερα, και χρησίμευε γα την επιτήρηση "της μπούκας" του λιμανιού με τα κανόνια που υπήρχαν πάνω του.
Σειρά είχε μετά, ο ταρσανάς όπου γινόταν οι επισκευές και το «καρενάρισμα», η στεγανοποίηση των καϊκιών, η οποία μέχρι και μετά τον πόλεμο, γινόταν με πίσσα που ζέσταιναν μέσα σε μισοβάρελα για να αραιώσει, και στη συνέχεια άλειφαν με «μαλαστούφες» στους αρμούς και τα ύφαλα του σκαριού.
Μεγάλα καΐκια την εποχή αυτή στη Χίο δεν«χτιζόταν», και τα παράγγελναν είτε στο Καρλόβασι και στο Μαραθόκαμπο της Σάμου, είτε στο Πλωμάρι της Μυτιλήνης είτε και στη Σκιάθο. «Ξεχώριζες από ποιο μέρος φτιάχτηκαν. Οι Σκιαθίτες να πούμε το κάνανε πιο καραβίσιο, πιο τετράγωνο, ενώ οι Σαμιώτες το κάνανε πιο λατζάδο. Εδώ φτιάχναμε μόνο μικρά, δεν είχαμε την εποχή αυτή καραβομαραγκούς δικούς μας. Τα δυό αδέλφια που θυμάμαι, οι Χατζηλιάδες αλλά και οι Πάχοι αργότερα ήταν Συμιακοί,Δωδεκανήσιοι».
Στη συνέχεια άρχιζε η οδός νεωρίων που την εποχή αυτή ήταν ακόμα χωματόδρομος. Εδώ, μεταξύ γιαλού και τείχους, έστησαν με όποιο τρόπο μπορούσαν τα νοικοκυριά τους οι Μικρασιάτες πρόσφυγες το 22, δίνοντας στην περιοχή το προσωνύμιο φτωχιά προκυμαία.
Στο σημείο που σήμερα είναι το ουζερί του Θεοδοσίου, υπήρχε ένα μεγάλο κτίριο χτισμένο με κόκκινη πέτρα, η καρβουναποθήκη, για την «ανθράκευση» των ατμόπλοιων. «Μάλιστα το 1936 με την επανάσταση κατά του Βασιλιά, ο Ναύαρχος Κουντουριώτης εδώ έφερε το Αβέρωφ να κάνει ανθράκευση»
Εδώ λοιπόν έδεναν τα «καρβουνιάρικα», τα καΐκια δηλαδή που έφερναν τα κάρβουνα συνήθως από το Άγιο Όρος αλλά και από διάφορα σημεία του νησιού, και τα αλιευτικά που άπλωναν τα δίκτυα τους σε όλο το μήκος της φτωχιάς προκυμαίας.
Από το Τελωνείο και μετά άρχιζε η "καλή " προκυμαία στρωμένη με «μπαβέδες» με τα εμπορικά μαγαζιά, τις τράπεζες, τα ξενοδοχεία και τα καφενεία. Εδώ άραζαν και τα εμπορικά καίκια. Όλων των μεγεθών και όλων των τύπων. Τα περισσότερα βέβαια ήταν περάματα και τρεχαντήρια 70-80 τόνων, υπήρχαν όμως και μεγαλύτερα όπως το «Καπετάν Αντώνης» ένα καραβόσκαρο 250 τόνων των αδελφών Γλύκα από τον Βροντάδο, το «Βυζάντιο» 300 τόνων Λαγκαδούσικο, το «Καπετάν Διαμαντής» του Καλλίκη και αυτό από την Λαγκάδα, «Ο Γέρο Κούνας» από τα Καρδάμυλα. κ.α. Τελευταίο στην πλευρά αυτή του λιμανιού έδενε μόνιμα το καΐκι του Σκαρβέλη ένα πέραμα που μετέφερε ξυλεία.
Απο εκεί και μετά, στην νότια στη νότια προκυμαία δηλαδή, δεν μπορούσαν να δέσουν γιατί τα νερά ήταν ρηχά. Μόνο σε ένα σημείο μπροστά στο «κόκκινο σπίτι», έδεναν τα «αχεράδικα» τα οποία λόγω μικρού βάρους του φορτίου τους "δεν χρειαζόταν πολλά νερά"και μπορούσαν να προσεγγίσουν .
Συνολικά μέσα στο λιμάνι μπορεί να υπήρχαν και 200 καΐκια κάθε φορά. Γιαυτό και ήταν υποχρεωμένα να «πρυματσώνουν», να δένουν δηλαδή με την πρύμη τους για να εξοικονομείται χώρος. Για να αποφύγουν την τριβή με την αποβάθρα αλλά και μεταξύ τους, χρησιμοποιούσαν είτε «λαγκέτες», κομμάτια δηλαδή ξύλου από καστανιά που τα κρέμαγαν κατακόρυφα, ή πλεκτά παραβλήματα από παλιά σχοινιά που έφτιαχνα οι πιο μερακλήδες.
Ήταν όλα ιστιοφόρα γιατί αν και είχαν αρχίσει να χρησιμοποιούνται οι μηχανές, αυτές ήταν πολύ μικρής ισχύος -γύρω στους 20 ίππους- και τις χρησιμοποιούσαν σαν βοηθητικές, κυρίως για να βγουν από το λιμάνι.
Γιατί χωρίς την μηχανή, όταν επικρατούσε άπνοια, ήταν υποχρεωμένοι οι ναύτες να βγάλουν το φορτωμένο καΐκι έξω από το λιμάνι, τραβώντας το είτε με μια μικρή βάρκα με κουπιά, είτε με σχοινιά από το φαναράκι , με τα πανιά «κρεμασμένα» ώστε να είναι έτοιμοι να εκμεταλλευτούν και την παραμικρή πνοή του αέρα. Και φυσικά ήταν σημάδι μεγάλης τύχης το να πετύχεις ούριο άνεμο. "Πολλές φορές ξημέρωνε η επόμενη μέρα, και τα βλέπαμε να είναι ακόμα απέξω".
Οι περισσότεροι καικσήδες τότε δούλευαν με ναύλο όπως ο Αρμενάκης, ο Ασημένιος, μεταφέροντας εμπορεύματα για λογαριασμό κάποιου εμπόρου, από και προς τον Πειραιά συνήθως.
Υπήρχαν όμως και οι «Σιρμαγελήδες» όπως ο καπετάν Ζαφείρης, που με ένα περαματάκι 10 μέτρων και πλήρωμα τους δυο γιούς του, όργωνε το Αιγαίο κάνοντας εμπόριο μόνος του. Φόρτωνε π.χ πορτοκάλια από τη Χίο, τα πήγαινε στην Σάμο και τα πουλούσε. Αγόραζε από εκεί κρεμμύδια και τα πήγαινε στην Ικαρία κοκ.
Και μια και αναφέραμε τα πορτοκαλια να πούμε ότι αυτήν την εποχή άρχιζε η μεταφορά των εσπεριδοειδών. Αν προορισμός τους ήταν η Οδησσός και τα άλλα εμπορικά κέντρα της Μαύρης Θάλασσας, έπρεπε να συσκευαστούν μέσα σε ειδικά καφάσια, τυλιγμένα ξεχωριστά το καθένα με χάρτινο περιτύλιγμα με τα στοιχεία της εταιρείας, για να συντηρηθούν λόγω της μεγάλης διάρκειας του ταξιδιού.
Στους κοντινούς όμως προορισμούς όπως η Θεσαλονίκη, τα μετέφεραν χύμα, με κάρα μέσα σε τεράστιες κόφες 80-100 οκάδων που σήκωναν στα χέρια οι φορτωτές του λιμανιού και τα άδειαζαν στα αμπάρια. «Ήταν τότε κάτι Κλούβηδες κάτι Κλαδιάδες, άνθρωποι θερία, που έκαναν αυτή την δουλειά.»
Για να χωρέσουν περισσότερα, με ρίσκο του εμπόρου, έφτιαχναν πάνω στο κατάστρωμα κλούβες με καλάμια που τα «έντυναν» εσωτερικά με δάφνες και αγγελικές για να τα προστατεύσουν. «Γιαυτό και στα περιβόλια υπήρχε πάντα ένας τόπος με καλαμιώνες και δαφνώνες».
«Αν έπαιρνε όμως γερός νοτιάς, όπως συμβαίνει πολλές φορές αυτήν την εποχή και πετύχαινε το καΐκι μέσα στο λιμάνι πριν προλάβει να ξεκινήσει, ήταν καταστροφή. Πραγματική καταστροφή. Όλο το λιμάνι γέμιζε με πορτοκάλια και μανταρίνια που επέπλεαν».
Κάπου εδώ ολοκληρώθηκε το πρώτο μέρος της συνέντευξης με τον καπετάν Γιάννη, που αφορούσε το λιμάνι της Χίου. Υπάρχει όμως και η συνέχεια μιας και όπως είπαμε ο καπετάν Γιάννης έχει προσωπικές εμπειρίες τόσο από την ζωή στα καίκια όσο και στα ποντοπόρα πλοία. Θα επανέλθουμε λοιπόν.
Για την Περιβαλλοντική Ομάδα του Γυμνασίου Βροντάδου:
Μουτάφη Μάρω, Κική Μπαχά, Σαλλιάρη Σέβη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου