Δουλειές στο νησί δεν υπήρχαν. Άρχισε η φυγή στον Πειραιά, το Πέραμα, τη Νίκαια. Μόνη διέξοδος, η θάλασσα. Τα καΐκια και τα βαπόρια. Αυτό τον δρόμο αποφάσισε να τραβήξει και ο καπετάν Γιάννης. Αλλά και εδώ τα πράγματα δεν ήταν εύκολα. «Πρόφτασα μέρες στην προκυμαία νεωρείων, μπορεί και 1000 άτομα -τα 900 ξυπόλυτα- να ζητούν δουλειά. Ποιος να πρωτομπαρκάρει. Προηγούνταν οι συγγενείς, οι χωριανοί. Οι Βρονταδούσοι έπαιρναν τους Βρονταδούσους, οι Λαγκαδούσοι τους Λαγκαδούσους. Δεν παίρνανε ξένο. Ειδικά εμάς τους μικρασιάτες. Η κατάσταση ήταν φοβερή…Πολλοί, πλήρωναν με χρυσές λίρες τα γραφεία, άλλοι έδιναν τις κόρες ή τις αδελφές τους υπηρέτριες στα σπίτια των καραβοκύρηδων», άμισθες, προκειμένου να μπαρκάρουν».
Για να συμπληρώσει την απαιτούμενη
θαλάσσια προϋπηρεσία, και να μπαρκάρει σαν δόκιμος στα καράβια, ο καπετάν Γιάννης ναυτολογήθηκε ως «ναυτόπαις» στο καΐκι «Άγιος Γιάννης», αυτό που τώρα «ξερομαχά» στον Άγιο Γιάννη στο Θόλος. «Το ωραιότερο σκαρί στη Χίο. Σαμιώτικο … Ήταν ο θείος μου καπετάνιος και με πήρε».
Το «Άγιος Γιάννης» ήταν αλιευτικό, ανεμότρατα. «Με 8 άτομα πλήρωμα. Καπετάνιο, μηχανικό, 4 ναύτες και δύο ναυτόπαιδες. Δυνατοί άνθρωποι και υπομονετικοί».
Ζητήσαμε από τον καπετά Γιάννη, να μας περιγράψει την ζωή στο καΐκι, πράγμα που έκανε. Με την υπενθύμιση βέβαια ότι αναφερόμαστε σε αλιευτικό και όχι σε εμπορικό καΐκι. «Εκεί τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα...»
Το ταξίδι τους ξεκινούσε αφού είχε γίνει ανεφοδιασμός σε πετρέλαιο και τρόφιμα. «Ρέγγες, όσπρια, λάδι, ρύζι πατάτες και κρεμμύδια. Αυτά ήταν τα βασικά, επειδή αυτά διατηρούνται. Το ψωμί φυσικά ήταν μπαγιάτικο, πέτρινο, έπρεπε το βουτάς πολύ ώρα για να μαλακώσει».
Η συνηθισμένη τους ρότα, ήταν το στενό από Κάβο Μελανιός-Ψαρά, μέχρι τα Μεστά. Κατά την διάρκεια της καλάδας, το πλήρωμα έπρεπε να πλύνει το καΐκι, να ράψει τα δίχτυα, να ετοιμάσει τα κασάκια για τα ψάρια.
Μπορούσαν να γευματίσουν αφού έπαιρναν πάνω την καλάδα. Αν το επέτρεπε ο καιρός, άναβαν φωτιά σε ένα τενεκέ με τρύπες, σαν φουφού, και πάνω εκεί έβαζαν το τσουκάλι, που το επέβλεπε ένας από τους δόκιμους με τις οδηγίες ενός παλιού ναύτη. Συνήθως έφτιαχναν κακαβιά με τα τελευταία ψάρια, τα χτυπημένα, αυτά που δεν μπορούσαν να πουληθούν. Μόνο αυτά επιτρεπόταν να φάει το πλήρωμα. «Καθίζαμε σταυροπόδι γύρω από ένα σοφρά, βάζαμε λίγη σούπα στο πιάτο, ένα ψάρι στο χέρι και αυτό ήταν όλο. Τρώγαμε γρήγορα γρήγορα, και αρχίζαμε να καθαρίζουμε την καλάδα. Καθαρίζαμε καμιά διακοσαριά κιλά».
Το λάδι και το αλάτι στο φαγητό το έβαζε ο καπετάνιος. Αυτός έτρωγε πρώτος και μετά οι υπόλοιποι «Όλα στο καΐκι τα έκανε αυτός. Γιαυτό και οι Εγγλέζοι τον αποκαλούν Μaster, Θεό. Για να εξασφαλιστεί η πειθαρχία. Το κυριότερο στη θάλασσα είναι η πειθαρχία. Άμα σπάσει η πειθαρχία στο καράβι, νέτα.»
Στο σημείο αυτό μας διάβασε το παρακάτω απόσπασμα: «Τα προσόντα του πλοιάρχου είναι λίγο πολύ τα εξής: Υγιής, αρτιμελής, αποφασιστικός, γενναίος, ιστιοπλόος, πλοηγός, ωκεανοπλόος, μετεωρολόγος, ακτοοπλόος, έμπορος, γιατρός, νοσοκόμος, δικηγόρος, πολεμιστής, θαρραλέος, με σεβασμό στη θάλασσα.»
Το πόσιμο νερό υπήρχε σε ένα βαρελάκι στην πλώρη. «Παίρναμε νερό με ένα καρτούτσο, ένα στενόμακρο κυπελάκι με ζύγια που το έριχνες μέσα από μια τρύπα, και όσο έπιανε. Αυτό ήταν. Αυτό δικαιούσαι να πιεις».
Ο ανεφοδιασμός σε νερό γινόταν από πηγάδι, με ευθύνη των δόκιμων, οι οποίοι προσέγγιζαν την ξηρά με ένα βαρκάκι.
Ο όρμος των Μεστών τα χρόνια εκείνα δεν διέθετε καμία υποδομή, έτσι έπρεπε να φουντάρουν ανοικτά και να βγάλουν τα ψάρια έξω, τακτοποιημένα κατά είδος σε κασάκια. Περίπου 200 κιλά. «Τα στέλναμε με αυτοκίνητο στη Χίο, και καθίζαμε λίγο στο καφενεδάκι που υπήρχε εκεί. Μετά επιστρέφαμε στο καΐκι… Κοιμόμαστε σε κουκέτες στην πλώρη, δεξιά και αριστερά. Μόνο ο καπετάνιος έμενε μόνος του στο πίσω μέρος, στη γέφυρα, και ο μηχανικός ακριβώς από κάτω, πάνω στη μηχανή…Τα στρώματα τα παίρναμε εμείς. Χωρίς μαξιλάρια φυσικά…Στις 3 τα ξημερώματα, ξυπνούσαμε για να πάμε πάλι για καλάδα».
Αυτό επαναλαμβανόταν περίπου για μια εβδομάδα όσο επαρκούσαν τα καύσιμα. Μετά επέστρεφαν στο λιμάνι της Χίου για ανεφοδιασμό. Έμεναν μια βραδιά στα σπίτια τους, πλυνόταν, κοιμόταν, έπαιρναν μια καθαρή αλλαξιά και ξεκινούσαν πάλι.
Το «Άγιος Γιάννης», επειδή μπορούσε να ψαρεύει και στα βαθιά νερά, -πάνω από τα 100 μέτρα- είχε άδεια αλιείας και για το καλοκαίρι. Δεν σταματούσε επομένως ποτέ. Μόνο για συντήρηση έβγαινε περίπου για μια εβδομάδα.
«Οι δόκιμοι, δεν πληρωνόμαστε, αλλά πληρώναμε από την τσέπη μας τα απομαχικά στο ΝΑΤ. Μάλιστα, όταν έκανα τα χαρτιά μου για τη σύνταξη, υπήρχε πάνω πάνω αυτή η προϋπηρεσία. «΄Αγιος Ιωάννης», κόροι 28. Συγκινήθηκα ».
Το «Άγιος Γιάννης» ήταν αλιευτικό, ανεμότρατα. «Με 8 άτομα πλήρωμα. Καπετάνιο, μηχανικό, 4 ναύτες και δύο ναυτόπαιδες. Δυνατοί άνθρωποι και υπομονετικοί».
Ζητήσαμε από τον καπετά Γιάννη, να μας περιγράψει την ζωή στο καΐκι, πράγμα που έκανε. Με την υπενθύμιση βέβαια ότι αναφερόμαστε σε αλιευτικό και όχι σε εμπορικό καΐκι. «Εκεί τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα...»
Το ταξίδι τους ξεκινούσε αφού είχε γίνει ανεφοδιασμός σε πετρέλαιο και τρόφιμα. «Ρέγγες, όσπρια, λάδι, ρύζι πατάτες και κρεμμύδια. Αυτά ήταν τα βασικά, επειδή αυτά διατηρούνται. Το ψωμί φυσικά ήταν μπαγιάτικο, πέτρινο, έπρεπε το βουτάς πολύ ώρα για να μαλακώσει».
Η συνηθισμένη τους ρότα, ήταν το στενό από Κάβο Μελανιός-Ψαρά, μέχρι τα Μεστά. Κατά την διάρκεια της καλάδας, το πλήρωμα έπρεπε να πλύνει το καΐκι, να ράψει τα δίχτυα, να ετοιμάσει τα κασάκια για τα ψάρια.
Μπορούσαν να γευματίσουν αφού έπαιρναν πάνω την καλάδα. Αν το επέτρεπε ο καιρός, άναβαν φωτιά σε ένα τενεκέ με τρύπες, σαν φουφού, και πάνω εκεί έβαζαν το τσουκάλι, που το επέβλεπε ένας από τους δόκιμους με τις οδηγίες ενός παλιού ναύτη. Συνήθως έφτιαχναν κακαβιά με τα τελευταία ψάρια, τα χτυπημένα, αυτά που δεν μπορούσαν να πουληθούν. Μόνο αυτά επιτρεπόταν να φάει το πλήρωμα. «Καθίζαμε σταυροπόδι γύρω από ένα σοφρά, βάζαμε λίγη σούπα στο πιάτο, ένα ψάρι στο χέρι και αυτό ήταν όλο. Τρώγαμε γρήγορα γρήγορα, και αρχίζαμε να καθαρίζουμε την καλάδα. Καθαρίζαμε καμιά διακοσαριά κιλά».
Το λάδι και το αλάτι στο φαγητό το έβαζε ο καπετάνιος. Αυτός έτρωγε πρώτος και μετά οι υπόλοιποι «Όλα στο καΐκι τα έκανε αυτός. Γιαυτό και οι Εγγλέζοι τον αποκαλούν Μaster, Θεό. Για να εξασφαλιστεί η πειθαρχία. Το κυριότερο στη θάλασσα είναι η πειθαρχία. Άμα σπάσει η πειθαρχία στο καράβι, νέτα.»
Στο σημείο αυτό μας διάβασε το παρακάτω απόσπασμα: «Τα προσόντα του πλοιάρχου είναι λίγο πολύ τα εξής: Υγιής, αρτιμελής, αποφασιστικός, γενναίος, ιστιοπλόος, πλοηγός, ωκεανοπλόος, μετεωρολόγος, ακτοοπλόος, έμπορος, γιατρός, νοσοκόμος, δικηγόρος, πολεμιστής, θαρραλέος, με σεβασμό στη θάλασσα.»
Το πόσιμο νερό υπήρχε σε ένα βαρελάκι στην πλώρη. «Παίρναμε νερό με ένα καρτούτσο, ένα στενόμακρο κυπελάκι με ζύγια που το έριχνες μέσα από μια τρύπα, και όσο έπιανε. Αυτό ήταν. Αυτό δικαιούσαι να πιεις».
Ο ανεφοδιασμός σε νερό γινόταν από πηγάδι, με ευθύνη των δόκιμων, οι οποίοι προσέγγιζαν την ξηρά με ένα βαρκάκι.
Ο όρμος των Μεστών τα χρόνια εκείνα δεν διέθετε καμία υποδομή, έτσι έπρεπε να φουντάρουν ανοικτά και να βγάλουν τα ψάρια έξω, τακτοποιημένα κατά είδος σε κασάκια. Περίπου 200 κιλά. «Τα στέλναμε με αυτοκίνητο στη Χίο, και καθίζαμε λίγο στο καφενεδάκι που υπήρχε εκεί. Μετά επιστρέφαμε στο καΐκι… Κοιμόμαστε σε κουκέτες στην πλώρη, δεξιά και αριστερά. Μόνο ο καπετάνιος έμενε μόνος του στο πίσω μέρος, στη γέφυρα, και ο μηχανικός ακριβώς από κάτω, πάνω στη μηχανή…Τα στρώματα τα παίρναμε εμείς. Χωρίς μαξιλάρια φυσικά…Στις 3 τα ξημερώματα, ξυπνούσαμε για να πάμε πάλι για καλάδα».
Αυτό επαναλαμβανόταν περίπου για μια εβδομάδα όσο επαρκούσαν τα καύσιμα. Μετά επέστρεφαν στο λιμάνι της Χίου για ανεφοδιασμό. Έμεναν μια βραδιά στα σπίτια τους, πλυνόταν, κοιμόταν, έπαιρναν μια καθαρή αλλαξιά και ξεκινούσαν πάλι.
Το «Άγιος Γιάννης», επειδή μπορούσε να ψαρεύει και στα βαθιά νερά, -πάνω από τα 100 μέτρα- είχε άδεια αλιείας και για το καλοκαίρι. Δεν σταματούσε επομένως ποτέ. Μόνο για συντήρηση έβγαινε περίπου για μια εβδομάδα.
«Οι δόκιμοι, δεν πληρωνόμαστε, αλλά πληρώναμε από την τσέπη μας τα απομαχικά στο ΝΑΤ. Μάλιστα, όταν έκανα τα χαρτιά μου για τη σύνταξη, υπήρχε πάνω πάνω αυτή η προϋπηρεσία. «΄Αγιος Ιωάννης», κόροι 28. Συγκινήθηκα ».
Για την περιβαλλοντική Ομάδα Γυμνασίου Βροντάδου
Μάρω Μουτάφη, Κική Μπαχά, Σέβη Σαλλιάρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου