17 Μαρ 2008

To Ναυτικό Μουσείο των Οινουσσών.



Το κόσμημα των Οινουσσών, το Ναυτικό Μουσείο, είχαμε την τύχη να επισκεφτούμε το απόγευμα της Πέμπτης 21 Φεβρουαρίου 2008.
Μέσα από τα εκθέματα του ταξιδέψαμε στις εποχές που τα Αιγνουσιώτικα ιστιοφόρα όργωναν τη Μαύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο, και οι άξιοι και σπουδαίοι καπεταναίοι τους, μεγαλούργησαν στο εμπόριο και τη ναυτιλία.

Δεν τυχαίο που ο «ξεναγός» μας, ο κος Παναγιώτης Κουνής, στάθηκε ιδιαίτερα στην αντίφαση αυτή, μεταξύ του λιλιπούτειου μεγέθους των Οινουσσών, και του οικονομικού γιγαντισμού που κατάφεραν να επιτύχουν τα παιδιά της, αγωνιζόμενα στον θαλάσσιο στίβο.
Και ανεβαίνοντας την σκάλα που οδηγεί στον κύριο εκθεσιακό χώρο, γνωρίσαμε κάποιες από αυτές τις οικογένειες, και εντυπωσιαστήκαμε από το πλήθος των «θυρεών» που στόλιζαν και στολίζουν τις τσιμινιέρες των πλοίων τους.

Τα εκθέματα του μουσείου όμως επεκτείνονται και καταγράφουν όλες τις φάσεις της εμπορικής μας ναυτιλίας. Από τα ιστιοφόρα στα ατμόπλοια, το μεταπολεμικό πέρασμα στα λίμπερτυ, που καταξίωσαν τους Αιγνουσιώτες στο διεθνές ναυτιλιακό στερέωμα, μέχρι τους σημερινούς μεγάλους στόλους, αλλά και τον βαρύ φόρο αίματος των πληρωμάτων τους.
Η καταγραφή αυτή γίνεται κυρίως μέσα τα έργα του δικού μας πλοιογράφου, του Αριστείδη Γλύκα, για τον οποίο ο κος Κουνής αναφέρει:
«Ο Αριστείδης Γλύκας ήταν καταπληκτικός ζωγράφος. Αγαπάει πάρα πολύ το ιστιοφόρο πλοίο και το αποτυπώνει καταπληκτικά. Δεν παραλείπει βέβαια να βάλει και άλλα στοιχεία όπως π.χ. στο φόντο να τοποθετήσει ένα ατμόπλοιο συμβολίζοντας με αυτό τον τρόπο την νέα τεχνολογία που έρχεται. Την ίδια αγάπη στα ιστιοφόρα είχαν και πολλοί πλοιοκτήτες όπως η οικογένεια Βαλαντάση. Τα παιδιά παρότρυναν τον πατέρα τους να προχωρήσουν στην αγορά ατμόπλοιων, αλλά αυτός ανένδοτος. Τους έλεγε: Μ΄αυτά ζήσαμε μέχρι τώρα, μ’αυτά θα συνεχίσουμε. Και φυσικά κατεστράφησαν».

Η συλλογή έργων του ζωγράφου είναι πραγματικά εκπληκτική. «Η μεγαλύτερη που υπάρχει» λέει με υπερηφάνεια ο κος Κουνής. Απεικονίζονται πλοία όλων των τύπων, σε καταστάσεις γαλήνης αλλά και θύελλας, σε ειρήνη αλλά και σε πόλεμο. Το μπρίκι «Μιχαήλ» του Μάρκου Λαιμού, το μπάρκο «Αλέξανδρος»» της οικογένειας Μ.Κ Πατέρα, το μπάρκο «ΠΑΝΑΓΙΑ ΑΚΑΘΙΣΤΟ» των αδελφών Ποντικού που βυθίζεται από τα πυρά Γερμανικού υποβρυχίου κατά των πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, το λόβερο «Θεόδωρος» του Δ. Λυγνού, είναι μερικά από αυτά. Εκτίθενται επίσης και έργα Ιταλών και Ισπανών πλοιογράφων.
Εκτός όμως από τους πίνακες, υπάρχουν και τα ναυπηγικά μοντέλα ολόκληρα ή μισά τα «μισομόντελα», εξαρτήματα καραβιών, και κάτι που μας ενδιέφερε ιδιαίτερα. Το κασελάκι του καραβομαραγκού, το οποίο και δεν χάσαμε την ευκαιρία να περιεργαστούμε.

Στην συνέχεια περάσαμε στην αίθουσα «Αντωνίου Σπ. Λαιμού» προς τιμή του ανθρώπου που δώρισε στο Μουσείο την σπάνια συλλογή του, αποτελούμενη από περίτεχνα μοντέλα πλοίων, που κατασκεύαζαν οι Γάλλοι αιχμάλωτοι των ναπολεόντειων πολέμων της περιόδου 1789-1816.
«Αν έγινε το ναυτικό Μουσείο Οινουσσών, έγινε για να στεγάσει και να φιλοξενήσει αυτήν εδώ την συλλογή. Είναι μοναδικά στον κόσμο σε ποιότητα και ποσότητα. Τα εκθέματα αυτά τα αντιμετωπίζουμε όχι σαν μοντέλα αλλά σαν έργα τέχνης και απορούμε πραγματικά με το τι μπορεί να φτιάξει ο άνθρωπος κάτω από τις χειρότερες συνθήκες» . Μεταξύ των εκθεμάτων υπάρχει και ένα ναυπηγικό μοντέλο του 1840 που κοσμούσε τα ναυπηγεία του Σάτερλαντ ανυπολόγιστης αξίας και το «Victory» του Νέλσωνα, έργο και αυτό πενταετούς ομαδικής δουλειάς αιχμαλώτων. Για το τελευταίο «είχε έρθει ο Δ/ντής του Βρετανικού Μουσείου για να το αξιολογήσει. Τρεις μέρες δεν έβγαινε έξω ούτε για φαγητό, και αναρωτιόταν συνεχώς πως το άφησε η Αγγλία να φύγει».
Στη συνέχεια με αφορμή κάποια σχόλια μας για την περίτεχνη ξυλόγλυπτη λαγουδέρα στην αίθουσα ο κος Κουνής δεν έχασε τη ευκαιρία.
«Ονομάζεται διάκι. Προέρχεται από την λέξη οίαξ που αναφέρει και ο Όμηρος. Ο οίαξ του οίακος. Και ο λαός μας το έκανε διάκι. Βλέπετε πόσες χιλιάδες χρόνια και η ίδια λέξη χρησιμοποιείται ακόμα».
Τελειώνοντας την περιήγηση μας στου Μουσείο είδαμε και το αντίγραφο του τιμητικού διπλώματος που δόθηκε το 1836 από τον γιό του Μιαούλη Λιμενάρχη Σύρου, στον Κωνσαντίνο Λαιμό, προς τιμή του πατέρα του Διαμαντή Λαιμού, ο οποίος ήταν ο πλοηγός που οδήγησε μέσα από το «διαπόρι» των Οινουσσών το πυρπολικό του Κανάρη κατά την ανατίναξη της ναυαρχίδας στο λιμάνι της Χίου.
Στην συνέχεια, αφού κάναμε ένα σύντομο διάλλειμα στην καφετερία του Ναυτικού Ομίλου, ανεβήκαμε το λιθόστρωτο καλντερίμι που οδηγεί στο Πνευματικό Κέντρο των Οινουσσών, δίπλα στην επιβλητική εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Εκεί παρακολουθήσαμε την εκδήλωση-αφιέρωμα στον Νίκο Καββαδία, τον ποιητή των Μαραμπού, με συνδιοργάνωση του Δήμου Οινουσσών, της Ακαδημίας Εμπορικού Ναυτικού, και του Συλλόγου Φίλων Οινουσσών. Το πρόγραμμα της εκδήλωσης περιελάμβανε ομιλία με θέμα « Νίκος Καββαδίας, ο «αμαρτωλός» της νεοελληνικής μας ποίησης» από τον κ. Γεώργιο Δανιήλ, απαγγελίες ποιημάτων, και συναυλία των χορωδιών Πνευματικού Κέντρου Οινουσσών και Χορωδίας Χίου υπό την διεύθυνση της μαέστρου κας Ελευθερίας Λυκοπάντη, σε μελοποιημένα από τον συνθέτη Θάνο Μικρούτσικο, έργα το ποιητή.
Έτσι λοιπόν γεμάτη «θάλασσα», ολοκληρώθηκε η απογευματινή μας βόλτα στην Αιγνούσσα, αφήνοντάς μας τις καλύτερες εντυπώσεις.

3 Μαρ 2008

Καπετάν Γιώργης Πούλος. Τη δουλειά που κάνουν τώρα οι νταλίκες, την έκαναν τότε τα καϊκια.

«Tον σταθμό του Ηλεκτρικού στο Φάληρο, οι Λαγκαδούσοι τον κτίσανε».
Έτσι ξεκίνησε η κουβέντα μας με τον καπετάν Γιώργη Πούλο, στην συνάντηση που είχαμε μαζί του την Κυριακή 17-2-2008, στο καφενείο «Του Γέρου» στη Λαγκάδα.
Αναφερόταν στην εποχή που τα Λαγκαδούσικα καΐκια όργωναν το Αιγαίο πραγματοποιώντας όλων των ειδών τις μεταφορές. Μια από αυτές ήταν και η μεταφορά αδρανών υλικών. Τα σαβουρατζίδικα όπως ονομαζόταν. «Και το πρώτο καΐκι του πατέρα αυτή τη δουλειά έκανε. Κουβαλούσανε υλικά στο Φάληρο. Χτιζότανε τότε ο σταθμός του Ηλεκτρικού. Ήτανε τόσοι ναυτικοί που πηγαίνανε να μπαρκάρουνε και δεν ευρίσκανε. Όποιος δεν είχε χαρτζιλίκι πήγαινε στα καΐκια και έκανε. Τρώγανε κοιμόντανε μέσα. Μαύρη ζωή. Όταν το κάμαμε αυτό το καΐκι ήμουνα παιδάκι 5-6 χρονών. Μέναμε τότε στο Φάληρο».

Στη Λαγκάδα τότε, όλοι ήταν ναυτικοί. Δούλευαν στα καΐκια «Είχε στο λιμάνι μέσα 60-70 κομμάτια, 10 τόνοι, 30 τόνοι, 70 τόνοι. Κουβαλούσανε τα πορτοκάλια τα μαντερίνια, Θεσσαλονίκη, Καβάλα. Όλα τα εμπορεύματα. Αυτό που κάνουν τώρα οι νταλίκες, αυτή την δουλειά την έκαναν τα καΐκια. Το δικό μας κουβαλούσε τον περισσότερο καιρό, λακέρδες από την Κωνσταντινούπολη στην Αλεξανδρούπολη. Ήτανε το καΐκι καμωμένο ρηχό και ήτανε κατάλληλο για τέτοια δουλειά. Φρούτα κουβαλούσε και ψάρια. Δεν είχε πολύ βάθος για να βαραίνουνε και ήτανε κατάλληλο για διατηρούνται τα φορτία. Πέραμα ήτανε. Ευγενία το λέγανε. Το δουλεύανε 4 αδέλφια. Το αγοράσανε μεταχειρισμένο. Δούλευε και σαβουρατζίδικο.
Το είχανε μέχρι το 1925-26 οπότε το πουλήσανε και κάμανε ένα άλλο καινούργιο. Το φτιάξανε στη Σάμο, στο Μαραθόκαμπο. Και αυτό ταξίδευε με τα πανιά ένα διάστημα και το 36 βάλανε μηχανή.»
«Το πρώτο μου ταξίδι το έκανα παιδάκι. Ήμουνα 7 χρονών. Ήθελα να πάω με το καΐκι και επειδή δεν με άφηνε ο πατέρα μου με πήραν και με κρύψανε μέσα στο καΐκι. Εν γνώσει του πατέρα μου βέβαια. Πήγαμε στη Μυτιλήνη και φορτώσαμε πουλαράκια. Ήκουσα πουλαράκια και ήθελα να πάω να τα δω. Που να ξεκολλήσω».
Ο πατέρας του όμως τον ήθελε στεριανό. Να πάρει καφενείο που είχαν. Για να τον αποτρέψει λοιπόν, τον έστειλε να μπαρκάρει με ένα γνωστό του καπετάνιο, «τον πιο ζόρικο. Σε μια φουρτούνα μου λέει, πήγαινε να μαζέψεις τον φλόκο. Ξέρεις πάνω στο μπαστούνι. Εγώ, ούτε λωλού να το πεις, πήγα και το μάζεψα. Όταν γυρίσαμε λέει του πατέρα μου. «Ότι και να κάνεις, ναυτικός θα γίνει. Αφού επήγαινε με τέτοιο καιρό, ότι και να κάνεις ναυτικός θα γίνει.»

Τα εμπορικά καΐκια δούλευαν είτε για λογαριασμό τρίτων, με ναύλο, είτε «σιρμαγελίδικα», δηλαδή για λογαριασμό των ίδιων των ιδιοκτητών τους .
«Πολλά πηγαίνανε στην Τουρκία. Φέρνανε όσπρια, άχερα γεννήματα. Η Τουρκία τότες ήτανε χρυσούς αιώνας Κουβαλούσανε απ΄όλα. Από το Αϊβαλή, την Σμύρνη. Ο πατέρας μου δούλευε πολύ με τους Τούρκους. Κάνανε ανταλλαγές. Πηγαίνανε μανταρίνια μαστίχες. Ήτανε πολύ μπεσαλήδες. Δηλαδή φορτώνανε καΐκια με το λόγο. Δεν κάνανε συμβόλαια. Ορκιζόταν στα μουστάκια τους. Έτσι μούλεγε ο πατέρας μου.
Πηγαίνανε και στην Κεραμωτή. Φορτώνανε καρπούζια. Και παίρνανε από εδώ ντομάτες, μελιτζάνες τέτοια. Για τα μαντερίνια κάνανε κλούβες. Κάτι τετράγωνα με κενά στη μέση για να αερίζονται. Βάζανε δυο- τρία πατάρια όσα χωρούσε. Χύμα. Τα πουλούσαν με το κομμάτι. Μετά οι Γερμανοί τα γύρισαν με το κιλό. Τα φόρτωναν από εδώ για Καβάλα Αλεξανδρούπολη, Θεσσαλονίκη. Αν ο καιρός ήτανε βολικός κάνανε 24-36 ώρες. Μπορούσες όμως να κάτσεις και 5 και 10 μέρες αναλόγως τους καιρούς. Άμα είχε μπουνάτσα το τραβούσαμε το καΐκι από το βαρκάκι με τα κουπιά. Μέχρι να φυσήξει και να φυσήξει και βολικά.
Φεύγαμε από εδώ και πηγαίναμε στο Σίγρι. Εφουντέρναμε , βλέπαμε τον καιρό για να πάμε στη Λήμνο. Τη νύχτα αποφεύγανε το ταξίδι. Αλλά άμα σ΄έπιανε το σκοτάδι; Αυτό ήτανε το επικίνδυνο. Πολλές φορές, φεύγοντας από την Θεσσαλονίκη ήτανε φόβος να σε πάρει να σε ρίξει στην Εύβοια. Η βόρειος Εύβοια δεν έχει λιμάνια ούτε τίποτα. Επήγες στα βράχια, πάει πέθανες. Χάρτες βέβαια είχανε, φανάρια είχανε. Αλλά άμα ήτανε χαλασμός κόσμου, δεν έβλεπες τίποτα. Ως που να το δεις, έπεφτες και έξω.
Δεν υπήρχαν τότε τα μετεωρολογικά να σε ειδοποιήσουν. Θυμάμαι μια φορά πηγαίναμε για Αλεξανδρούπολη και είμαστε έξω από την Τένεδο. Λέει ο καπετάνιος θα συνεχίσομε, ο καιρός είναι μια χαρά. Δεν πέρασε μια ώρα και έγινε χαλασμός Κυρίου. Και δεν μπορούσαμε να πάμε και στην Τένεδο. Απαγορευότανε. Επήγαμε κάτω σε ένα κάβο να μη μας δουν οι Τούρκοι. Γιατί θα μας πιάνανε. Και ευτυχώς, ήρθε και ένα μεγάλο καΐκι τούρκικο. Ο καπετάνιος μου που ήξερε τα τούρκικα, συνεννοήθηκε μαζί τους και φουντάρανε μπροστά μας και δεν φαινόμαστε. Τέτοιες καταστάσεις. Πολλοί λένε τα καλά χρόνια. Τι καλά. Κακά χρόνια.»
Ο ερχομός των σιδερένιων καραβιών, των μότορσιπ, σηματοδότησε την αρχή του τέλους των καϊκιών. Τα εκτόπισαν από όλα τα καλά ναύλα. Το τέλος ήταν θέμα χρόνου. Οι Λαγκαδούσοι δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν να αποδεχθούν τις εξελίξεις. Η εξήγηση που δίνει γιαυτό ο καπετάν Γιώργης είναι: « Ήτανε όλοι αγράμματοι. Οι πατεράδες τους που είχαν τα καΐκια, βγάζανε καλά λεφτά τότε. Ζούσανε καλά. Και βάζανε τα παιδιά τους στη δουλειά. Δεν πήγαιναν στο σχολείο. Γιαυτό μείνανε πίσω. Γιατί δεν μάθανε γράμματα.