«Tον σταθμό του Ηλεκτρικού στο Φάληρο, οι Λαγκαδούσοι τον κτίσανε».
Έτσι ξεκίνησε η κουβέντα μας με τον καπετάν Γιώργη Πούλο, στην συνάντηση που είχαμε μαζί του την Κυριακή 17-2-2008, στο καφενείο «Του Γέρου» στη Λαγκάδα.
Αναφερόταν στην εποχή που τα Λαγκαδούσικα καΐκια όργωναν το Αιγαίο πραγματοποιώντας όλων των ειδών τις μεταφορές. Μια από αυτές ήταν και η μεταφορά αδρανών υλικών. Τα σαβουρατζίδικα όπως ονομαζόταν. «Και το πρώτο καΐκι του πατέρα αυτή τη δουλειά έκανε. Κουβαλούσανε υλικά στο Φάληρο. Χτιζότανε τότε ο σταθμός του Ηλεκτρικού. Ήτανε τόσοι ναυτικοί που πηγαίνανε να μπαρκάρουνε και δεν ευρίσκανε. Όποιος δεν είχε χαρτζιλίκι πήγαινε στα καΐκια και έκανε. Τρώγανε κοιμόντανε μέσα. Μαύρη ζωή. Όταν το κάμαμε αυτό το καΐκι ήμουνα παιδάκι 5-6 χρονών. Μέναμε τότε στο Φάληρο».
Στη Λαγκάδα τότε, όλοι ήταν ναυτικοί. Δούλευαν στα καΐκια «Είχε στο λιμάνι μέσα 60-70 κομμάτια, 10 τόνοι, 30 τόνοι, 70 τόνοι. Κουβαλούσανε τα πορτοκάλια τα μαντερίνια, Θεσσαλονίκη, Καβάλα. Όλα τα εμπορεύματα. Αυτό που κάνουν τώρα οι νταλίκες, αυτή την δουλειά την έκαναν τα καΐκια. Το δικό μας κουβαλούσε τον περισσότερο καιρό, λακέρδες από την Κωνσταντινούπολη στην Αλεξανδρούπολη. Ήτανε το καΐκι καμωμένο ρηχό και ήτανε κατάλληλο για τέτοια δουλειά. Φρούτα κουβαλούσε και ψάρια. Δεν είχε πολύ βάθος για να βαραίνουνε και ήτανε κατάλληλο για διατηρούνται τα φορτία. Πέραμα ήτανε. Ευγενία το λέγανε. Το δουλεύανε 4 αδέλφια. Το αγοράσανε μεταχειρισμένο. Δούλευε και σαβουρατζίδικο.
Το είχανε μέχρι το 1925-26 οπότε το πουλήσανε και κάμανε ένα άλλο καινούργιο. Το φτιάξανε στη Σάμο, στο Μαραθόκαμπο. Και αυτό ταξίδευε με τα πανιά ένα διάστημα και το 36 βάλανε μηχανή.»
«Το πρώτο μου ταξίδι το έκανα παιδάκι. Ήμουνα 7 χρονών. Ήθελα να πάω με το καΐκι και επειδή δεν με άφηνε ο πατέρα μου με πήραν και με κρύψανε μέσα στο καΐκι. Εν γνώσει του πατέρα μου βέβαια. Πήγαμε στη Μυτιλήνη και φορτώσαμε πουλαράκια. Ήκουσα πουλαράκια και ήθελα να πάω να τα δω. Που να ξεκολλήσω».
Ο πατέρας του όμως τον ήθελε στεριανό. Να πάρει καφενείο που είχαν. Για να τον αποτρέψει λοιπόν, τον έστειλε να μπαρκάρει με ένα γνωστό του καπετάνιο, «τον πιο ζόρικο. Σε μια φουρτούνα μου λέει, πήγαινε να μαζέψεις τον φλόκο. Ξέρεις πάνω στο μπαστούνι. Εγώ, ούτε λωλού να το πεις, πήγα και το μάζεψα. Όταν γυρίσαμε λέει του πατέρα μου. «Ότι και να κάνεις, ναυτικός θα γίνει. Αφού επήγαινε με τέτοιο καιρό, ότι και να κάνεις ναυτικός θα γίνει.»
Τα εμπορικά καΐκια δούλευαν είτε για λογαριασμό τρίτων, με ναύλο, είτε «σιρμαγελίδικα», δηλαδή για λογαριασμό των ίδιων των ιδιοκτητών τους .
«Πολλά πηγαίνανε στην Τουρκία. Φέρνανε όσπρια, άχερα γεννήματα. Η Τουρκία τότες ήτανε χρυσούς αιώνας Κουβαλούσανε απ΄όλα. Από το Αϊβαλή, την Σμύρνη. Ο πατέρας μου δούλευε πολύ με τους Τούρκους. Κάνανε ανταλλαγές. Πηγαίνανε μανταρίνια μαστίχες. Ήτανε πολύ μπεσαλήδες. Δηλαδή φορτώνανε καΐκια με το λόγο. Δεν κάνανε συμβόλαια. Ορκιζόταν στα μουστάκια τους. Έτσι μούλεγε ο πατέρας μου.
Πηγαίνανε και στην Κεραμωτή. Φορτώνανε καρπούζια. Και παίρνανε από εδώ ντομάτες, μελιτζάνες τέτοια. Για τα μαντερίνια κάνανε κλούβες. Κάτι τετράγωνα με κενά στη μέση για να αερίζονται. Βάζανε δυο- τρία πατάρια όσα χωρούσε. Χύμα. Τα πουλούσαν με το κομμάτι. Μετά οι Γερμανοί τα γύρισαν με το κιλό. Τα φόρτωναν από εδώ για Καβάλα Αλεξανδρούπολη, Θεσσαλονίκη. Αν ο καιρός ήτανε βολικός κάνανε 24-36 ώρες. Μπορούσες όμως να κάτσεις και 5 και 10 μέρες αναλόγως τους καιρούς. Άμα είχε μπουνάτσα το τραβούσαμε το καΐκι από το βαρκάκι με τα κουπιά. Μέχρι να φυσήξει και να φυσήξει και βολικά.
Φεύγαμε από εδώ και πηγαίναμε στο Σίγρι. Εφουντέρναμε , βλέπαμε τον καιρό για να πάμε στη Λήμνο. Τη νύχτα αποφεύγανε το ταξίδι. Αλλά άμα σ΄έπιανε το σκοτάδι; Αυτό ήτανε το επικίνδυνο. Πολλές φορές, φεύγοντας από την Θεσσαλονίκη ήτανε φόβος να σε πάρει να σε ρίξει στην Εύβοια. Η βόρειος Εύβοια δεν έχει λιμάνια ούτε τίποτα. Επήγες στα βράχια, πάει πέθανες. Χάρτες βέβαια είχανε, φανάρια είχανε. Αλλά άμα ήτανε χαλασμός κόσμου, δεν έβλεπες τίποτα. Ως που να το δεις, έπεφτες και έξω.
Δεν υπήρχαν τότε τα μετεωρολογικά να σε ειδοποιήσουν. Θυμάμαι μια φορά πηγαίναμε για Αλεξανδρούπολη και είμαστε έξω από την Τένεδο. Λέει ο καπετάνιος θα συνεχίσομε, ο καιρός είναι μια χαρά. Δεν πέρασε μια ώρα και έγινε χαλασμός Κυρίου. Και δεν μπορούσαμε να πάμε και στην Τένεδο. Απαγορευότανε. Επήγαμε κάτω σε ένα κάβο να μη μας δουν οι Τούρκοι. Γιατί θα μας πιάνανε. Και ευτυχώς, ήρθε και ένα μεγάλο καΐκι τούρκικο. Ο καπετάνιος μου που ήξερε τα τούρκικα, συνεννοήθηκε μαζί τους και φουντάρανε μπροστά μας και δεν φαινόμαστε. Τέτοιες καταστάσεις. Πολλοί λένε τα καλά χρόνια. Τι καλά. Κακά χρόνια.»
Ο ερχομός των σιδερένιων καραβιών, των μότορσιπ, σηματοδότησε την αρχή του τέλους των καϊκιών. Τα εκτόπισαν από όλα τα καλά ναύλα. Το τέλος ήταν θέμα χρόνου. Οι Λαγκαδούσοι δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν να αποδεχθούν τις εξελίξεις. Η εξήγηση που δίνει γιαυτό ο καπετάν Γιώργης είναι: « Ήτανε όλοι αγράμματοι. Οι πατεράδες τους που είχαν τα καΐκια, βγάζανε καλά λεφτά τότε. Ζούσανε καλά. Και βάζανε τα παιδιά τους στη δουλειά. Δεν πήγαιναν στο σχολείο. Γιαυτό μείνανε πίσω. Γιατί δεν μάθανε γράμματα.
Έτσι ξεκίνησε η κουβέντα μας με τον καπετάν Γιώργη Πούλο, στην συνάντηση που είχαμε μαζί του την Κυριακή 17-2-2008, στο καφενείο «Του Γέρου» στη Λαγκάδα.
Αναφερόταν στην εποχή που τα Λαγκαδούσικα καΐκια όργωναν το Αιγαίο πραγματοποιώντας όλων των ειδών τις μεταφορές. Μια από αυτές ήταν και η μεταφορά αδρανών υλικών. Τα σαβουρατζίδικα όπως ονομαζόταν. «Και το πρώτο καΐκι του πατέρα αυτή τη δουλειά έκανε. Κουβαλούσανε υλικά στο Φάληρο. Χτιζότανε τότε ο σταθμός του Ηλεκτρικού. Ήτανε τόσοι ναυτικοί που πηγαίνανε να μπαρκάρουνε και δεν ευρίσκανε. Όποιος δεν είχε χαρτζιλίκι πήγαινε στα καΐκια και έκανε. Τρώγανε κοιμόντανε μέσα. Μαύρη ζωή. Όταν το κάμαμε αυτό το καΐκι ήμουνα παιδάκι 5-6 χρονών. Μέναμε τότε στο Φάληρο».
Στη Λαγκάδα τότε, όλοι ήταν ναυτικοί. Δούλευαν στα καΐκια «Είχε στο λιμάνι μέσα 60-70 κομμάτια, 10 τόνοι, 30 τόνοι, 70 τόνοι. Κουβαλούσανε τα πορτοκάλια τα μαντερίνια, Θεσσαλονίκη, Καβάλα. Όλα τα εμπορεύματα. Αυτό που κάνουν τώρα οι νταλίκες, αυτή την δουλειά την έκαναν τα καΐκια. Το δικό μας κουβαλούσε τον περισσότερο καιρό, λακέρδες από την Κωνσταντινούπολη στην Αλεξανδρούπολη. Ήτανε το καΐκι καμωμένο ρηχό και ήτανε κατάλληλο για τέτοια δουλειά. Φρούτα κουβαλούσε και ψάρια. Δεν είχε πολύ βάθος για να βαραίνουνε και ήτανε κατάλληλο για διατηρούνται τα φορτία. Πέραμα ήτανε. Ευγενία το λέγανε. Το δουλεύανε 4 αδέλφια. Το αγοράσανε μεταχειρισμένο. Δούλευε και σαβουρατζίδικο.
Το είχανε μέχρι το 1925-26 οπότε το πουλήσανε και κάμανε ένα άλλο καινούργιο. Το φτιάξανε στη Σάμο, στο Μαραθόκαμπο. Και αυτό ταξίδευε με τα πανιά ένα διάστημα και το 36 βάλανε μηχανή.»
«Το πρώτο μου ταξίδι το έκανα παιδάκι. Ήμουνα 7 χρονών. Ήθελα να πάω με το καΐκι και επειδή δεν με άφηνε ο πατέρα μου με πήραν και με κρύψανε μέσα στο καΐκι. Εν γνώσει του πατέρα μου βέβαια. Πήγαμε στη Μυτιλήνη και φορτώσαμε πουλαράκια. Ήκουσα πουλαράκια και ήθελα να πάω να τα δω. Που να ξεκολλήσω».
Ο πατέρας του όμως τον ήθελε στεριανό. Να πάρει καφενείο που είχαν. Για να τον αποτρέψει λοιπόν, τον έστειλε να μπαρκάρει με ένα γνωστό του καπετάνιο, «τον πιο ζόρικο. Σε μια φουρτούνα μου λέει, πήγαινε να μαζέψεις τον φλόκο. Ξέρεις πάνω στο μπαστούνι. Εγώ, ούτε λωλού να το πεις, πήγα και το μάζεψα. Όταν γυρίσαμε λέει του πατέρα μου. «Ότι και να κάνεις, ναυτικός θα γίνει. Αφού επήγαινε με τέτοιο καιρό, ότι και να κάνεις ναυτικός θα γίνει.»
Τα εμπορικά καΐκια δούλευαν είτε για λογαριασμό τρίτων, με ναύλο, είτε «σιρμαγελίδικα», δηλαδή για λογαριασμό των ίδιων των ιδιοκτητών τους .
«Πολλά πηγαίνανε στην Τουρκία. Φέρνανε όσπρια, άχερα γεννήματα. Η Τουρκία τότες ήτανε χρυσούς αιώνας Κουβαλούσανε απ΄όλα. Από το Αϊβαλή, την Σμύρνη. Ο πατέρας μου δούλευε πολύ με τους Τούρκους. Κάνανε ανταλλαγές. Πηγαίνανε μανταρίνια μαστίχες. Ήτανε πολύ μπεσαλήδες. Δηλαδή φορτώνανε καΐκια με το λόγο. Δεν κάνανε συμβόλαια. Ορκιζόταν στα μουστάκια τους. Έτσι μούλεγε ο πατέρας μου.
Πηγαίνανε και στην Κεραμωτή. Φορτώνανε καρπούζια. Και παίρνανε από εδώ ντομάτες, μελιτζάνες τέτοια. Για τα μαντερίνια κάνανε κλούβες. Κάτι τετράγωνα με κενά στη μέση για να αερίζονται. Βάζανε δυο- τρία πατάρια όσα χωρούσε. Χύμα. Τα πουλούσαν με το κομμάτι. Μετά οι Γερμανοί τα γύρισαν με το κιλό. Τα φόρτωναν από εδώ για Καβάλα Αλεξανδρούπολη, Θεσσαλονίκη. Αν ο καιρός ήτανε βολικός κάνανε 24-36 ώρες. Μπορούσες όμως να κάτσεις και 5 και 10 μέρες αναλόγως τους καιρούς. Άμα είχε μπουνάτσα το τραβούσαμε το καΐκι από το βαρκάκι με τα κουπιά. Μέχρι να φυσήξει και να φυσήξει και βολικά.
Φεύγαμε από εδώ και πηγαίναμε στο Σίγρι. Εφουντέρναμε , βλέπαμε τον καιρό για να πάμε στη Λήμνο. Τη νύχτα αποφεύγανε το ταξίδι. Αλλά άμα σ΄έπιανε το σκοτάδι; Αυτό ήτανε το επικίνδυνο. Πολλές φορές, φεύγοντας από την Θεσσαλονίκη ήτανε φόβος να σε πάρει να σε ρίξει στην Εύβοια. Η βόρειος Εύβοια δεν έχει λιμάνια ούτε τίποτα. Επήγες στα βράχια, πάει πέθανες. Χάρτες βέβαια είχανε, φανάρια είχανε. Αλλά άμα ήτανε χαλασμός κόσμου, δεν έβλεπες τίποτα. Ως που να το δεις, έπεφτες και έξω.
Δεν υπήρχαν τότε τα μετεωρολογικά να σε ειδοποιήσουν. Θυμάμαι μια φορά πηγαίναμε για Αλεξανδρούπολη και είμαστε έξω από την Τένεδο. Λέει ο καπετάνιος θα συνεχίσομε, ο καιρός είναι μια χαρά. Δεν πέρασε μια ώρα και έγινε χαλασμός Κυρίου. Και δεν μπορούσαμε να πάμε και στην Τένεδο. Απαγορευότανε. Επήγαμε κάτω σε ένα κάβο να μη μας δουν οι Τούρκοι. Γιατί θα μας πιάνανε. Και ευτυχώς, ήρθε και ένα μεγάλο καΐκι τούρκικο. Ο καπετάνιος μου που ήξερε τα τούρκικα, συνεννοήθηκε μαζί τους και φουντάρανε μπροστά μας και δεν φαινόμαστε. Τέτοιες καταστάσεις. Πολλοί λένε τα καλά χρόνια. Τι καλά. Κακά χρόνια.»
Ο ερχομός των σιδερένιων καραβιών, των μότορσιπ, σηματοδότησε την αρχή του τέλους των καϊκιών. Τα εκτόπισαν από όλα τα καλά ναύλα. Το τέλος ήταν θέμα χρόνου. Οι Λαγκαδούσοι δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν να αποδεχθούν τις εξελίξεις. Η εξήγηση που δίνει γιαυτό ο καπετάν Γιώργης είναι: « Ήτανε όλοι αγράμματοι. Οι πατεράδες τους που είχαν τα καΐκια, βγάζανε καλά λεφτά τότε. Ζούσανε καλά. Και βάζανε τα παιδιά τους στη δουλειά. Δεν πήγαιναν στο σχολείο. Γιαυτό μείνανε πίσω. Γιατί δεν μάθανε γράμματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου