31 Ιαν 2007

Ταρσανάδες: Τεχνίτες και εργαλεία (Μέρος 1ο)

Το κείμενο συντάχθηκε από τα μέλη της Περιβαλλοντικής Ομάδας: Μπάρα Αγγελική, Κοντού Εύα, Κοσσένα Αντωνία, Κουμέντη Γιάννη , Παληού Χριστίνα, Μανάρα Βασιλική, Σαλλιάρη Γιάννη , Σαλιάρη Κων/νου.

ΤΕΧΝΙΤΕΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΛΕΙΑ
Για την κατασκευή των ξύλινων πλοίων στους ταρσανάδες και τα καρνάγια του 18 και 19 αι., απασχολούνταν εξειδικευμένοι τεχνίτες, διαφόρων ειδικοτήτων, τόσο στη ναυπήγηση του σκάφος, όσο και για την κατασκευή του εξοπλισμού. Αναφέρονται μαραγκοί, καλαφάτες, τρυπανάδες, σιδηρουργοί διαφόρων ειδικοτήτων, ξυλογλύπτες, κατασκευαστές κουπιών, ιστών, σχοινιών τροχαλιών (μακαράδων).Επίσης είναι οι καραβομαραγκοί και οι ζωγράφοι, γλύπτες, και διακοσμητές που ήταν για να διακοσμούν μέσα το πλοίο.
Τα παρακάτω εργαλεία τα χρησιμοποιούσαν οι καραβομαραγκοί ,την εποχή πριν από την εμφάνιση του ηλεκτρισμού, στις αρχές του 20ου αι., και είναι δύσκολο να αποδειχτεί ότι είναι τα ίδια που χρησιμοποιούσαν κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Όμως, ακόμη και αν δεν είναι ακριβώς τα ίδια, είναι βέβαιο, ότι έχουν μεγάλη σχέση με τα εργαλεία των ξυλοναυπηγών των προηγούμενων χρόνων.
Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν ήταν αρκετά. Ήταν η σκεπαρνιά σκύλα, η σκεπαρνιά με τζίτζκα, η σκεπαρνιά κατσούνα, η σμίνη, η χειροπλάνη, το πισκί, ο τζινιαδόρος, το το προκοτρύπανο, το τζαβετοτρύπανο, το πετσοτρύπανο, το πασταγκούλο, το κινίσι, η ματσόλα καλαφάσματος, η αρίδα, η καροβίδα, ο καράβολας, το ροκάνι, το στενοστραβοκόκανο, κ.α.
Μερικά από τα εργαλεία που παρουσιάζονται,τα χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά οι καραβομαραγκοί, ενώ πολλά απ’αυτά,ήταν και εργαλεία του στεριανού ξυλουργού-μαραγκού ή ξυλόγλυπτη.

ΞΥΛΟΝΑΥΠΗΓΟΣ
Τα ξύλα για την κατασκευή των σκαριών, προέρχονταν από δέντρα που διάλεγε συνήθως ο ίδιος ο ξυλοναυπηγός ή από ξυλεία εισαγωγής σε μορφή κορμών.
· Ξεκινούσε λοιπόν με πρώτο εργαλείο ένα μέτρο για να μετράει. Για τα μεγάλα κομμάτια κορμών, χρησιμοποιούσαν μετροταινία ή λέντζα όπως ονομάζεται. Πρόκειται για ένα σχοινί αρκετά μέτρα μακρύ, με κόμπους στις θέσεις των υποδιαιρέσεων ή διαφορετικά χρώματα.
· Μετά χρησιμοποιούσαν σκαλωσιές για να στερεώσουν το ξύλο. Τις σκαλωσιές τις ονόμαζαν και γα’ι’δάρες, ενώ τα ξύλα καλαφάτες.
Πάνω στη γαϊδάρα, στερέωναν τα κομμάτια ξύλου με ειδικά σιδερένια συνδετικά στοιχεία,με αιχμηρές άκρες,τα οποία ονομάζονται τζινέτια.

· Βασικά εργαλεία μετρήσεων, ήταν επίσης και το νήμα της στάθμης και η γωνία. Όλες οι οριζόντιες και κατακόρυφες μετρήσεις γινόταν με τη βοήθεια αυτών των δύο πολύ απλών εργαλείων. Το νήμα της στάθμης είχε ένα βασικό εξάρτημα, το βαρίδι,το οποίο μάλιστα, όπως και τα περισσότερα εργαλεία των ναυπηγών και όλων των μαστόρων,το έφτιαχναν με ιδιαίτερη αγάπη διακοσμώντας το με έναν εξαιρετικό τρόπο. Το βαρίδι κρεμόταν από το νήμα, ένα λεπτό σκοινί το οποίο δεν ήταν απλός σπάγγος γιατί θεωρούσαν ότι ο σπάγγος απορροφάει υγρασία και δε μπορεί να σταθμίσει καλά. Γι’ αυτό το λόγο,στρίβανε μαλλί και με το στριμμένο μαλλί έκαναν το νήμα.



Επίσης, βοηθητικό ήταν το ράμμα, το οποίο ονομαζόταν ’’στάφνη’’ και χρησιμοποιούταν για να οριστούν ευθείες γραμμές. Έχοντας το κατακόρυφο επίπεδο για το νήμα της στάθμης και χρησιμοποιώντας την γωνία, προσδιόριζαν το οριζόντιο επίπεδο. Συνήθιζαν μάλιστα να βαπτίζουν τη στάφνη μέσα σε λουλάκι για να αφήνει εμφανή ίχνη στο ξύλο που ήθελαν να μαρκάρουν. Ήταν μια πολύ έξυπνη και απλή τεχνική για να χαράζουν παράλληλες ευθείες γραμμές πάνω στη κυρτή επιφάνεια των κορμών.
Αφού πλέον είχαν στηρίξει το ξύλο καλά, το είχαν μετρήσει, σταφνίσει και σημαδέψει, ξεκινούσε η κατεξοχήν επεξεργασία, που ήταν η κοπή.
· Μια από τις βασικές ομάδες κοπτικών εργαλείων ήταν τα πριόνια.
Το βασικό πριόνι για εγκάρσια κοπή του ξύλου ήταν η κουργιαστή ή καρμανιόλα Το πριόνι αυτό απαιτούσε 2 άτομα για να το χειριστούν. Η λειτουργία του αντικαταστάθηκε σήμερα από το αλυσοπρίονο.
Για την κοπή του ξύλου παράλληλα με τα νερά του χρησιμοποιούσαν ένα μεγάλο πριόνι,το πεσκί(πισκί).Και αυτό απαιτούσε δύο άτομα που το κρατούσαν από τις ειδικές λαβές και είχε τη κλάμα κοπής στη μέση.
Μικρότερο απ’ το πισκί,για πιο μικρά ξύλα και πιο λεπτή δουλειά,ήταν το ξυριστάρι ή ξεγυριστάρι κατά ορισμένους, που έκανε το ξεγύρισμα του ξύλου, δηλαδή και πάλι τη διαμηκή κοπή.
Το κουραστάρι, ήταν ένα άλλο πριόνι για τη κάθετη στα νερά του ξύλου κοπή με μικρότερες διατομές από ότι η καρμανιόλα.
Υπήρχε βέβαια και μια σειρά από μικρότερα πριόνια. Τα συνηθισμένα πριόνια με την ορθογώνια λάμα σε διάφορα μεγέθη, καθώς και άλλα πιο ειδικά. Ένα από αυτά ήταν ο σβανάς με τριγωνική, κυρτή και μυτερή λάμα κοπής, που έκανε τη δουλειά της σημερινής ηλεκτροκίνητης σέγας, δηλαδή ψιλό κόψιμο.




Μια άλλη ομάδα κοπτικών εργαλείων είναι οι διάφορες παραλλαγές από το γνωστό τσεκούρι που το έλεγαν και μπαλτά.

Ένα πολύ βασικό και αποκλειστικά ναυπηγικό εργαλείο είναι η σκεπαρνιά. Είναι ένα μεγάλο σκεπάρνι σε διάφορες παραλλαγές και μεγέθη. Επίσης το κοινό σκεπάρνι προσαρμοσμένο στις ανάγκες της τέχνης, ήταν και αυτό ένα από τα βασικά εργαλεία του ξυλοναυπηγού.
Μια άλλη οικογένεια εργαλείων, οι πλάνες ή τα ροκάνια.
Υπήρχε μία μεγάλη κατηγορία από αυτά. Το μεγαλύτερο ονομαζόταν πάνιστρο και ήταν μακρύ(μέχρι μισό μέτρο),με μία στενή λεπίδα όχι πάνω από 2m.Αυτό χρησίμευε για να πλανίζουν μακριά ξύλα.
Υπήρχε και μία σειρά από μικρότερα ροκάνια. Ανάλογα με το πλάτος της λεπίδας τα ονόμαζαν μονά ή διπλά. Το γνωστό μας ροκάνι του ξυλουργού ήταν διπλό. Τα μικρά το ονόμαζαν απλώς εργαλεία και είχαν μία πολύ λεπτή και στενή λεπίδα. Υπήρχε τεράστια ποικιλία από αυτά και το καθένα είχε τη χρήση του. Με το καθένα έκαναν μία ειδική διατομή, ένα ειδικό ζωναράκι, ένα ειδικό χάραγμα στο ξύλο…κ.λπ.
Ένα ακόμη είδος μικρής πλάνης ήταν το παστράγκωνο. Πιανόταν με τα δύο χέρια για να πλανίζει κυρτά ξύλα, εσωτερικά,όπως για παράδειγμα τα ξύλα των νομέων, τα στραβόξυλα.

Βιβλιογραφία:
· «Τα παραδοσιακά εργαλεία του Ξυλοναυπηγού», από την εισήγηση του Δημήτρη Κ. Δερβενη, στο Συνέδριο «Ναυπηγική και πλοία στην Ανατολική Μεσόγειο», που πραγματοποιήθηκε στο Ομήρειο Πνευματικό Κέντρο Δ. Χίου στις 4-7 Ιουνίου 1994.
· ”Ελληνική Παραδοσιακή Ναυπηγική» , Κώστα Δαμιανίδη, εκδόσεις ΕΤΒΑ

30 Ιαν 2007

Ο ταρσανάς του Χιώτη

Τελικά ούτε το τσουχτερό κρύο, ούτε τα «ωριαία» της επόμενης μέρας ματαίωσαν το προγραμματισμένο ραντεβού μας. Το απόγευμα της Κυριακής, 28 Ιανουαρίου 2007, μας βρήκε στον ταρσανά του μαστρ-Αντώνη Χιώτη, στο Θόλος.

Μας καλοδέχθηκε και απάντησε πρόθυμα στις ερωτήσεις μας, αν και το μικρόφωνο τον στεναχωρούσε. Από παιδάκι 10-12 χρόνων στη δουλειά, κατέχει την τέχνη του καραβομαραγκού όσο λίγοι, και τη θεωρεί « δουλειά δύσκολη γιατί θέλει μεράκι. Έχει μια ιδιορρυθμία. Εδώ κάθε ξύλο που βάζεις πάνω έχει το δικό του Θεό. Δεν έχει όμοιο του. Πρέπει να έχεις μεράκι για να μπορέσεις να προχωρήσεις.»
Και προχώρησε ο μαστρ-Αντώνης, σκαρώνοντας όπως μας είπε όλων των ειδών τα σκαριά «… και τρεχαντήρια, και βαρκαλάδες, και καραβοσκαράκια μικρά, για να γλυκάνεις τον κόσμο. Μήπως και τραβήξει το μάτι….».

Μας διηγήθηκε πως διάλεγαν τα ξύλα από το δάσος, «…χειμώνα, με το λίγος του φεγγαριού για να είναι η ποιότητα καλύτερη», σε αντίθεση με τις μέρες μας, που « ..όποια εποχή και νά'ναι βάζουν το πριόνι και κόβουν…... Γι'αυτό και οι κατασκευές σήμερα δεν κρατάνε».
Από αυτούς τους καμπυλόγραμμους κορμούς, ξεπηδάνε οι καρένες, τα ποδοστάματα και οι σκαρμοί, τα τουφέκια, οι στραγαλιές και τα ζωνάρια, τα καμάρια, τα κουρζέτα, και τα σανίδια, - και τόσα ακόμα που δεν συγκρατήσαμε- ψηφίδες που δημιουργούν τα στέρεα σκαριά που οργώνουν τα νερά του Αιγαίου μας, αιώνες τώρα.

Όμως οι εποχές άλλαξαν. Τα παραδοσιακά ξύλινα σκαριά αρνούμενα να προσαρμοστούν στους νόμους της τυποποίησης και της μαζικής παραγωγής αποτραβιούνται σιωπηλά από το προσκήνιο.
Μαζί τους χάνεται και η τέχνη που τα δημιούργησε. «Θα σβήσουμε. Θα σβήσουνε όλα τα επαγγέλματα τα παλιά. Δεν υπάρχουν παραγγελίες. Προτιμούν τα έτοιμα που γίνονται με καλούπι και πολυεστέρα.
…Εδώ δεν υπάρχει τυποποίηση ούτε τίποτα. Ούτε μπορείς να χρησιμοποιήσεις ανειδίκευτο προσωπικό. Πρέπει να ξέρει. Πώς να βγε
ι μεροκάματο έτσι.
…Τα χρονάκια αλλάξανε και δουλεύουμε μονάχοι μας . Δεν έρχονται και νέοι στη δουλειά. Άλλος έρχεται για ένα μήνα, άλλος για ένα χρόνο. Πλανόδιοι».


Με αυτή την μελαγχολική διάθεση, αποχαιρετήσαμε τον μαστρ-Αντώνη, χωρίς να δώσουμε απάντηση στο ερώτημα: Υπάρχει τρόπος να γεφυρωθεί η απόσταση ανάμεσα στην διατήρηση της παραδοσιακής αυτής δραστηριότητας και στην οικονομική της βιωσιμότητα ή ξεπερνώντας τις όποιες συναισθηματικές μας αναστολές να αφήσουμε τα πράγματα να πάρουν τον δρόμο τους;.

25 Ιαν 2007

Ταξινόμηση και τυπολογία των παραδοσιακών σκαφών (Μέρος 2ο)

ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΚΑΙ ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΩΝ ΣΚΑΦΩΝ. (Μέρος 2ο)
(Το κείμενο συντάχθηκε από τα μέλη της Ομάδας: Στείρο Γ. ,Παντελίδη Ν., Νικολάου Κ., Συρρή Γ.).

Α. Οξύπρυμνα σκάφη (συνέχεια)

Το πέραμα
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Περάματος, είναι η μορφή της πλώρης και της πρύμνης του. Τα Περάματα είναι σκάφη οξύπρυμνα και οξύπλωρα. Το ποδόσταμο πρύμνης της ήταν ευθύ, με ελαφριά κλίση προς τα πίσω, ενώ το ποδόσταμο της πλώρης τους ήταν επίσης ευθύ με μεγαλύτερη κλίση προς τα εμπρός απ’ ότι αυτό της πρύμνης. Το χαρακτηριστικότερο στοιχείο του Περάματος ήταν το παραπέτο της πρύμνης και της πλώρης. Στην πρύμνη, το παραπέτο σταματούσε με ένα καμπυλωμένο κόψιμο πριν το ποδόσταμο και μια ξύλινη κωνική επιφάνεια έδενε τις απολήξεις των δύο παραπέτων, από τις δύο μεριές του σκάφους και το κατάστρωμα, με το επάνω τμήμα του ποδοστάματος. Στην πλώρη, το παραπέτο κατέληγε σε ένα κατακόρυφο ξύλινο επίπεδο, που ήταν τοποθετημένο ως προς τον άξονα του σκάφους. Το στοιχείο αυτό λεγόταν «καθρέπτης». Τα Περάματα αν και θεωρούνται πλατιά σκάφη, είχαν στενότερο κατάστρωμα απ’ ότι τα τρεχαντήρια. Τα Περάματα χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά επιβατών. Τα Περάματα έφταναν τους 400-500 τόννους και ήταν από τα μεγαλύτερα ελληνικά σκάφη. Η βασική χρήση του σκάφους αυτού ήταν για την μεταφορά εμπορευμάτων καθώς και για την αλιεία. Επίσης σήμερα υπάρχουν παλαιά Περάματα που έχουν μετασκευαστεί σε σκάφη αναψυχής.

ΤΣΕΡΝΙΚΟΠΕΡΑΜΑ:
Το είδος αυτό κατασκευαζόταν σε μικρότερα μεγέθη, απ' ότι το Πέραμα και η διαμόρφωση της πλώρης και της πρύμνης τους ήταν πιο απλοποιημένη απ' ότι στα Περάματα. Ωστόσο υπήρχε και ενδιάμεσος τύπος μεταξύ αυτών των δύο, που ονομαζόταν Τσερνικοπέραμα.


B. Σκάφη με άβακα (Παπαδιά) στην πρύμνη.


Ο Βαρκαλάς

Οφείλει την ονομασία του στη μορφή της πρύμνης του. Η πρύμνη του σκάφους αυτού σταματά απότομα, με ένα ξύλινο επίπεδο που βρίσκεται εγκάρσια στον άξονα του σκάφους.
Το στοιχείο αυτό λέγεται «τάκος» και μπορεί να είναι κατακόρυφο ή με κλίση προς τα πίσω. Το σχήμα και το μέγεθός του ποικίλει, αφού ο βαρκαλάς κατασκευαζόταν σε διάφορες τοπικές παραλλαγές. Ο τάκος παλαιότερα είχε διάφορες ανάγλυφες διακοσμήσεις, με γεωμετρικά θέματα στην πίσω όψη του. Το στοιχείο του τάκου που υπάρχει πάντα στην πρύμνη του Βαρκαλά, εξασφαλίζει στο σκάφος αυτό πλατύτερο κατάστρωμα στην πρύμνη απ' ότι σε όλα τα ελληνικά παραδοσιακά σκάφη .
'Εχουν κατασκευαστεί Βαρκαλάδες με διάφορα είδη πλώρης και τα πoδoστάματά τους μπορεί να είναι κατακόρυφα, ευθύγραμμα και λοξά προς τα εμπρός ή και παρόμοια με αυτά των καραβόσκαρων. Επίσης το σχήμα του ποδοστάματος του σκάφους, είναι άμεσα συνδεδεμένο με το σχήμα των γειτονικών νομέων του σκελετού του και συνεπώς με τη συνολική μορφή της πλώρης του σκάφους.
Βαρκαλάδες κατασκευάζονταν προπολεμικά σε μεγάλες διαστάσεις. Τα κυριότερα μέρη όπου χτίστηκαν μεγάλοι Βαρελάδες, είναι η Σάμος (μέχρι 180 τόνους χωρητικότητα), η Ικαρία, οι Φούρνοι, η Μυτιλήνη, η Σκιάθος και στα Δωδεκάνησα η Σύμη, η Κάλυμνος, η Κάσος και η Ρόδος. Στις Σπέτσες είχε κατασκευαστεί προπολεμικά ένας Βαρκαλάς χωρητικότητας περίπου 250 τόνων. Σήμερα ωστόσο, οι μεγάλοι Βαρκαλάδες είναι ιδιαίτερα σπάνια σκάφη.



ΤΥΠΟΙ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΩΝ ΣΚΑΦΩΝ ΣΥΓΓΕΝΙΚΩΝ ΜΕ ΤΟ ΒΑΡΚΑΛΑ.
Α) ΣΥΜΙΑΚΗ ΣΚΑΦΗ:

Η Σκάφη της Σύμης είχε τον τάκο της πρύμνης κατασκευασμένο ψηλότερα από ότι στους άλλους Βαρκαλάδες και με κλίση προς τα πίσω. Το πλωριό ποδόσταμα ήταν ίσιο και με μεγάλη κλίση προς τα εμπρός. Το μήκος του ήταν περίπου το ίδιο με το μήκος της καρίνας του σκάφους. Οι Σκάφες της Σύμης είχαν μήκος περίπου 10 μέτρα, ενώ η καρίνα τους ήταν περίπου 6 μέτρα. Το σκάφος διέθετε μεγάλο ανάπτυγμα ιστιοφορίας, για να ταξιδεύει γρήγορα στις ανοικτές θάλασσες της Μεσογείου κι έτσι ήταν απαραίτητο να έχει γάστρα με μεγάλο βύθισμα. Τα σκάφη αυτά ήταν μονόστηλα.

Β) ΜΙΚΡΟΙ ΒΑΡΚΑΛΑΔΕΣ: Ένα είδος μικρού Βαρκαλά κατασκευαζόταν στην 'Υδρα με την ονομασία Υδραΐικος Βαρκαλάς». Το σκάφος αυτό είχε τον τάκο της πρύμνης κατασκευασμένο ψηλότερα απ' ότι οι άλλοι Βαρκαλάδες. Το ποδόσταμα της πλώρης ήταν ίσιο και με μια πολύ μικρή κλίση προς τα πίσω. Τα σκάφη αυτά είχαν συνήθως ολικό μήκος 16 , και το ύψος της πρύμνης ήταν μεγαλύτερο από αυτό της πλώρης. Οι « Υδραίικοι Βαρκαλάδες», χρησιμοποιούντο σαν σφουγγαράδικα σκάφη και ήταν φημισμένοι για την πολύ καλή και ελαφριά κατασκευή τους.
Ένα άλλο είδος μικρού Βαρκαλά είναι η «Παππαδιά». Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζονται όλες οι βάρκες, (μικρότερες από 8 μέτρα) που έχουν στην πρύμνη τους το στοιχείο του τάκου , ενώ το ποδόσταμα της πλώρης είναι ίσιο με ελαφριά κλίση προς τα εμπρός Παπαδιές κατασκευάζονται ακόμη και σήμερα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, σαν αλιευτικές βάρκες.

Ενα είδος Παπαδιάς που κατασκευάζεται στα Δωδεκάνησα, λέγεται «γυαλάδικη βάρκα». Τα σκάφη αυτά χρησιμοποιούντο παλαιότερα από τους σφουγγαράδες για να μεταφέροντο στους τόπους αλιείας τους φορτωμένα σε μεγαλύτερα καΐκια που λέγονται «μπαγκέτα».

Τέλος ένα είδος ενδιάμεσου τύπου μεταξύ Παπαδιάς και Γαΐτας, είναι η «Χανιώτικη γαΐτα».Το σκάφος αυτό κατασκευαζόταν στα Χανιά και το χαρακτηριστικό του ήταν ένα ένας πολύ μικρός τάκος, στο ύψος του παραπέτου κι επάνω από το πρυμνιό ποδόσταμο.

ΤΟ ΚΑΡΑΒΟΣΚΑΡΟ:
Το Καραβόσκαρο, χαρακτηρίζεται κυρίως από τη μορφή της πρύμνης του και το σχήμα του πλωριού ποδοστάματος. Η πρύμνη του καραβόσκαρου, έχει σχήμα ελλειψοειδές στο επίπεδο του καταστρώματος. Κατεβαίνοντας προς τα κάτω, το σχήμα αυτό στενεύει για να καταλήξει στο ξύλο του ποδοστάματος. Το πλωριό ποδόσταμα στο Καραβόσκαρο, παρουσιάζει διπλή καμπυλότητα με κυρτό το κάτω και κοίλο το επάνω τμήμα του.
Το καραβόσκαρο είναι από τα στενότερα ελληνικά σκαριά στο κατάστρωμά του, ακολουθώντας κάποιες αναλογίες στο σχήμα του που είναι επηρεασμένες από δυτικοευρωπαϊκές ναυπηγικές παραδόσεις.
Το καραβόσκαρο ήταν εμπορικό αλλά και αλιευτικό. Μια συνηθισμένη μεταπολεμική παραλλαγή του, ήταν το σκάφος με πλώρη τρεχαντήρι και πρύμνη καραβόσκαρο. Ο συνδυασμός αυτός έδινε το μέγιστο δυνατό πλάτος καταστρώματος στη μέση του σκάφους αλλά και στην πρύμνη που ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο για το ψάρεμα της ανεμότρατας.
Τα Καραβόσκαρα ήταν συνήθως δίστηλα ή τρίστηλα.



ΤΥΠΟΙ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΩΝ ΣΚΑΦΩΝ ΣΥΓΓΕΝΙΚΩΝ ΜΕ ΤΟ ΚΑΡΑΒΟΣΚΑΡΟ

ΤΟ ΛΙΜΠΕΡΤΙ

Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο κατασκευάστηκε ένα νέο είδος ξύλινου σκάφους, το οποίο ονομάστηκε Λίμπερτι, από τα σύγχρονα του σιδερένια σκάφη που κατασκευάζονταν μαζικά στην Αμερική.
Το ξύλινο Λίμπερτι, αν και μοιάζει στη μορφή με το καραβόσκαρο, βασίζεται σε μια απλοποιημένη κατασκευαστική μέθοδο που δεν απαιτεί ιδιαίτερες σχεδιαστικές γνώσεις.

Επίσκεψη στη Βιβλιοθήκη "Κοραής"

Έχοντας στη διάθεσή μας κατά τις τακτικές συναντήσεις της ομάδας, δεκάδες βιβλία από τη σχολική και προσωπική μας βιβλιοθήκη, θεωρήσαμε ότι μάλλον είχαμε εξαντλήσει το θέμα, και ότι η επίσκεψή μας στη βιβλιοθήκη «Κοραής», θα είχε μόνο τυπικό χαρακτήρα.
Το Σάββατο, 20 Ιανουαρίου 2007, ανεβήκαμε τα σκαλιά της βιβλιοθήκης, εξηγήσαμε στις βιβλιοθηκονόμους το θέμα της εργασίας μας, ζητήσαμε τη σχετική βιβλιογραφία, και καθίσαμε «υπεροπτικά» στο τραπέζι μας.
Όταν άρχισαν να έρχονται το ένα μετά το άλλο τα βιβλία καταλάβαμε το λάθος μας. Ο φορητός υπολογιστής, ο σαρωτής και η ψηφιακή φωτογραφική μηχανή "άναψαν", όμως στάθηκε αδύνατο να ολοκληρωθεί η καταγραφή των στοιχείων.
Προφανώς θα επαναληφθεί το σκηνικό πολλές φορές ακόμα.
Θα σας κρατάμε ενήμερους για τις εξελίξεις.

24 Ιαν 2007

Μπάμπης Κοιλιάρης. Τα "σπασμένα καράβια..."

Η αναζήτηση πληροφοριών για την σχέση των ξύλινων σκαριών με τους ζωγρά

φους και την τέχνη τους, μας έφερε το πρωί της Παρασκευής της 18ης Ιανουαρίου 2007, στην Δημοτική Πινακοθήκη της Χίου, για να συναντήσουμε τον καταξιωμένο καλλιτέχνη κο Μπάμπη Κοιλιάρη.
Είχαμε με αυτόν τον τρόπο την τύχη και το προνόμιο να γίνουμε επισκέπτες μιας άτυπης έκθεσης που είχε δημιουργήσει αποκλειστικά για μας ο κος Κοιλιάρης, με έργα τόσο δικά του, όσο και άλλων καλλιτεχνών, όπως του Αριστείδη Γλύκα, του Γιάννη Μηταράκη, και Νίκου Γιαλούρη.
Ήταν πραγματικά συγκλονιστική η θέρμη με την οποία ο καλλιτέχνης μας περιέγραφε μπροστά σε κάθε έργο του, τα συναισθήματα που τον ώθησαν στην δημιουργία τους, τις τεχνικές που χρησιμοποίησε, καθώς και τα κρυμμένα μηνύματα τους.
Διαπιστώσαμε βαθιά γνώση της πανάρχαιας σχέσης του ανθρώπου με το υγρό στοιχείο, την ευαισθησία του απέναντι στις βάρκες, -τους «ενδιάμεσους» αυτής της σχέσης -, αλλά και την πίκρα και τον πόνο του για την κοπή και εγκατάλειψη των ξύλινων σκαριών.
«Σπασμένα καράβια» τα αποκαλεί, και πλήγμα κατά της πολιτιστικής μας κληρονομιάς θεωρεί, τον αφύσικο θάνατό τους.
Η «Τηθύς», «η Μέδουσα», οι «Θαλασσομάνες», μετά την συνάντηση αυτή μας κρύβουν λιγότερα μυστικά, και η αφιέρωση στο σκίτσο της «στρουμπουλής γάστρας» που «σκάρωσε» μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας, θα μας θυμίζει την εμπειρία αυτή.

Ευχαριστούμε.
Τσαρλή ΘάλειαΣκανδάλη Μαριανθούλα, Κική Μπαχά, Τασία Μπιρλή

22 Ιαν 2007

Τυπολογία σκαριών (1ο Μέρος)

ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ -ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΩΝ ΣΚΑΦΩΝ. (Μέρος 1ο)
(Το κείμενο συντάχθηκε από τα μέλη της Ομάδας: Στείρο Γ, Παντελίδη Ν, Νικολάου Κ, Συρρή Γ, Ψαρούδη Μ).

Η ελληνική ναυτική παράδοση είναι ιδιαίτερα πλούσια στην ονοματολογία τύπων παραδοσιακών σκαφών. Κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων αιώνων έχει καταγραφεί ένα πλήθος τέτοιων ονομάτων. Οι αναφορές αυτές όμως δεν συνοδεύονται συνήθως από περιγραφή του σκάφους, στο οποίο αντιστοιχούν, ούτε βασίζονται στα ίδια πάντοτε κριτήρια. Για αυτό το λόγο, σε κάθε προσπάθεια συνολικής ταξινόμησης των ελληνικών σκαφών προκύπτουν σύνθετα προβλήματα.

ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΓΑΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΩΝ ΣΚΑΦΩΝ

Οι ερευνητές της ναυτικής ιστορίας έχουν υιοθετήσει κατά καιρούς διάφορα κριτήρια για την ταξινόμηση και την τυπολογία της γάστρας των παραδοσιακών σκαφών. Το πιο συνηθισμένο είναι το σχήμα ορισμένων στοιχείων της, όπως της πλώρης και της πρύμνης. Υπάρχουν όμως και γενικές ταξινομήσεις, που βασίζονται κατασκευαστική λογική των σκαφών. Άλλοι μελετητές πάλι προτιμούν τις ταξινομήσεις που στηρίζονται σε μη κατασκευαστικά κριτήρια, όπως είναι η χρήση των σκαφών, το μέγεθος, ο τόπος προέλευσης. Τέλος, έχουν δημοσιευτεί και ταξινομήσεις βασισμένες σε συνδυασμό κριτηρίων.
Μελετώντας την παραδοσιακή ναυπηγική στο Αιγαίο, πιστεύουμε ότι για μια σαφή κατασκευαστική ταξινόμηση αρκούν δυο κριτήρια: Η κατασκευαστική μορφή της πρύμνης και οι σχεδιαστικές μέθοδοι με τις οποίες προκύπτουν τα σχήματα των βασικών στοιχείων του σκάφους. Όλοι οι παραδοσιακοί ναυπηγοί δίνουν προσοχή στη μορφή της πρύμνης, αρκετή μάλιστα από αυτούς θεωρούνται ειδικοί στην κατασκευή ορισμένων ειδών πρύμνης. Οι παραδοσιακές μέθοδοι σχεδιασμού είναι άμεσα συνδεδεμένες με την κατασκευαστική λογική της ναυπήγησης. Σύμφωνα με τα δύο αυτά κριτήρια μπορεί να καθοριστεί η ακόλουθη ταξινόμηση για τις γάστρες των σκαφών:

Α. Οξύπρυμνα σκάφη
Στην κατηγορία αυτή των σκαφών, ή πλώρη και ή πρύμνη έχουν συγκλίνουσα μορφή ως προς τα αντίστοιχα ποδοστάματά τους. Το πηδάλιο κρέμεται από το πίσω μέρος του πρυμνιού ποδοστάματος και μπορεί να είναι 'ίσιο η ελαφρά κυρτωμένο, 'Η γάστρα των οξύπρυμνων σκαφών μπορεί να σχεδιαστεί με όλες τις σχεδιαστικές μεθόδους.

Κύριος εκπρόσωπος της κατηγορίας αυτής είναι το τρεχαντήρι.
Το σκάφος αυτό είναι οξύπλωρο και οξύπρυμνο. Το ποδόσταμα της πρύμνης του είναι ευθύγραμμο ενώ το πλωριό ποδόσταμο είναι έντονα κυρτωμένο πλησιάζοντας το σχήμα τμήματος κύκλου. Οι αναλογίες του ολικού μήκους του σκάφους ως προς το μέσο πλάτος στο ύψος του καταστρώματος είναι συνήθως πολύ κοντά στο 3:1.
Βέβαια από τόπο σε τόπο και ανάλογα με τις χρήσεις τους εμφανίζονται κάποιες διαφοροποιήσεις στις βασικές τους διαστάσεις. Για παράδειγμα στην Ύδρα τα τρεχαντήρια είναι εμπορικά ή σφουγγαράδικα, ενώ στην Σάμο και στις Σπέτσες ήταν ψαράδικα.
Τρεχαντήρια έχουν κατασκευαστεί σε όλα τα γνωστά ξυλοναυπηγικά κέντρα.
Ο Τ.Π Κωνσταντινίδης αναφέρει ότι το τρεχαντήρι οφείλει την καταγωγή του στο τραμπάκουλο, παραδοσιακό σκάφος της Αδριατικής. Το μήκος των τρεχαντηριών έφτανε και τα 25-30μ. ενώ το εκτόπισμα τους δεν ξεπερνούσε τους 250 τόννους. Σήμερα η πιο διαδεδομένη χρήση των τρεχαντηριών είναι για αλιεία, ενώ στο παρελθόν χρησιμοποιούνταν συχνά και ως εμπορικό σκάφος αλλά και ως σφουγγαράδικα Σήμερα επίσης κατασκευάζονται τρεχαντήρια και ως σκάφη αναψυχής.

ΤΥΠΟΙ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΩΝ ΣΚΑΦΩΝ ΣΥΓΓΕΝΙΚΩΝ ΜΕ ΤΟ ΤΡΕΧΑΝΤΗΡΙ

Το Γατζάο
Το σκάφος αυτό, είναι οξύπρυμνο και οξύπλωρο. . Το πρυμνιό του ποδόσταμα είναι ευθύ και με μικρή κλίση προς τα πίσω. Το πλώριο ποδόσταμα, είναι λιγώτερο κυρτό απ' ότι αυτό του τρεχαντηριού και πιο κοντά στην κατακόρυφη θέση. Ενώ ο μεσαίος νομέας του Γατζάο, είναι όμοιος με αυτόν του τρεχαντηριού, η πλώρη και η πρύμνη του σκάφους είναι περισσότερο κυρτωμένοι, δημιουργώντας έτσι ένα φαρδύτερο κατάστρωμα στην πλώρη και στην πρύμνη.
Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, το Γατζάο ήταν σκάφος φαρδύ με έντονη σιμότητα στο κατάστρωμα. Το μέσο πλάτος στο ύψος του καταστρώματος ήταν μεγαλύτερο απ’ ότι στα αντίστοιχα τρεχαντήρια. Τα Γατζάο κατασκευάζονταν στα Επτάνησα, στην Κέρκυρα, στην Ιθάκη, στη Λευκάδα, στο Μεγανήσι, στην Καλαμάτα και στην Μεθώνη. Το σκάφος αυτό έπαψε να κατασκευάζεται μεταπολεμικά. Το Γατζάο ήταν συνήθως εμπορικό σκάφος και το μέγεθος που κατασκευαζόταν ήταν όμοιο με αυτό του τρεχαντηριού.

Μπότης (Κούτουλο)
Ήταν ένα σκάφος παρόμοιο με το τρεχαντήρι, αλλά και τα δυο ποδοστάματά του ήταν ευθύγραμμα αντί για κυρτά σχήμα. Το σχήμα αυτό των ποδοσταμάτων του, καθόριζε και τη γενικότερη μορφή της πλώρης και της πρύμνης του. Οι νομείς του σκάφους σε αυτές τις περιοχές ήταν λιγότερο κυρτοί, απ' ότι αυτοί του τρεχαντηριού, ενώ το κατάστρωμα στην πλώρη και στην πρύμνη ήταν λιγότερο πλατύ από το αντίστοιχο του τρεχαντηριού. Οι Μπότηδες ήταν εμπορικά σκάφη. Οι μεγαλύτεροι Μπότηδες, κατασκευάζονταν στη Μυτιλήνη, στη Χίο, στη Σάμο και στη Σύμη, ενώ μικρότεροι Μπότηδες κατασκευάστηκαν στα περισσότερα ελληνικά ναυπηγεία.

Η Γαΐτα
Κατασκευάζεται μόνο σε μέγεθος βάρκας, που σπάνια ξεπερνά τα 6μέτρα.
Έχει τα ποδοστάματά της κυρτά, όπως του τρεχαντηριού, αλλά γενικά, η Γαΐτα είναι πιο μακρόστενο σκαρί απ' ότι ο Μπότης και το Τρεχαντήρι και κατασκευάζονται ακόμη σε πολλά μεγάλα ή μικρά ξυλοναυπηγεία της Ελλάδας.
Ο μικρός Μπότης και η Γαΐτα, είναι αλιευτικές βάρκες και η μορφή τους είναι προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις της παράκτιας αλιείας.

Tράτα
Το σκάφος αυτό είναι επίσης οξύπρυμνο και οξύπλωρο. Το χαρακτηριστικό στοιχείο της τράτας είναι το ξύλινο στοιχείο, σχήμα της τράτας είναι το ξύλινο στοιχείο, σχήματος εμβόλου, που υπάρχει στερεωμένο εμπρός από το πλωριό ποδόσταμα.
Το στοιχείο αυτό, λεγόταν στα περισσότερα μέρη «γκάγκα» και χρησίμευε στο είδος ψαρέματος που γινόταν με το σκάφος αυτό και που ονομαζόταν επίσης τράτα.
Η Τράτα ήταν στενότερη απ' ότι όλα τα άλλα συγγενικά σκάφη, όμως, το κατάστρωμα του σκάφους κατασκευαζόταν αρκετά φαρδύ στην πρύμνη, για να τοποθετούνται τα δίχτυα του ψαρέματος. Έτσι οι νομείς στην πρύμνη του σκάφους είχαν έντονα κοίλο σχήμα, ενώ μια μικρή ξύλινη επέκταση του καταστρώματος έξω από την πρύμνη κατασκευαζόταν σε μερικά μέρη, όπως στη Λήμνο, για τον ίδιο λόγο.
Ήταν κυρίως κωπήλατο σκάφος, και το μήκος της καθοριζόταν άμεσα από, τον αριθμό των σελμάτων (πάγκων) για τους κωπηλάτες.

Τσερνίκι
Σκάφος οξύπρυμνο και οξύπλωρο. Το σκάφος αυτό είχε ίσια τα δυο ποδοστάματά του , ενώ το πλωριό ποδόσταμα ήταν πιο λοξό προς τα εμπρός από ότι αυτό του περάματος. Στην πλώρη το σκάφος δεν είχε το στοιχείο του «κάτσουλα», όπως στο πέραμα και το μικρό του παραπέτο κατέληγε πάνω στο ποδόσταμο.
Η πρύμνη σε κάποια μέρη, όπως στη Σύρο και στη Μύκονο, κατασκευαζόταν με το στοιχείο της ιδιόμορφης απόληξης του «κάτσουλα», όπως το Πέραμα, και σε κάποια άλλα μέρη χωρίς το στοιχείο αυτό, όπως στο Πλωμάρι της Λέσβου.
Επίσης στη Σκόπελο, άλλα τσερνίκια, κατασκευάζονταν όπως στη Λέσβο και άλλα με ένα μικρό τάκο στην πρύμνη σαν Βαρκαλάς. Τα σκάφη αυτά ήταν λίγο στενότερα στο κατάστρωμα και είχαν μεγαλύτερο βύθισμα απ’ ότι τα Περάματα. Επίσης, η έλλειψη του στοιχείου του «κάτσουλα» και του «καθρέφτη» στην πλώρη, περιόριζε το πλάτος του καταστρώματος στην πλώρη του σκάφους.
Τα Τσερνίκια κατασκευάζονταν μέχρι 18 μέτρα και ήταν συνήθως μονόστηλα. Ωστόσο, αναφέρεται και η κατασκευή δίστηλων Τσερνικιών στη Σκόπελο. Τα μικρά Τσερνίκια ήταν συνήθως αλιευτικά σκάφη. Πληροφορίες για την κατασκευή Τσερνικιών στο πρώτο μισό του 200ύ αιώνα, έχουμε από τη Λέσβο, τη Σύρο, τη Σάμο, τη Σύμη, τη Ρόδο, το Μοσχονήσι, τη Σμύρνη, τη Φωκαία, τη Χίο, το Πέραμα και τη Σκόπελο.
Ιδιαίτερα στη Σύρο και τη Μύκονο, τα Τσερνίκια λέγονταν και «μπελούδες». Ωστόσο, το όνομα «μπελού», καθόριζε περισσότερο τη «σακολεβίσια» ιστιοφορία τους, παρά το είδος της γάστρας. Σήμερα, δεν κατασκευάζονται πλέον Τσερνίκια και τα ελάχιστα εναπομείναντα, είναι μικρότερα από 10 μέτρα ολικό μήκος.


Βιβλιογραφία:
· «Ελληνική Παραδοσιακή Ναυπηγική», Κ. Δαμιανίδη, Εκδόσεις ΕΤΒΑ
· «Τα ελληνικά Ιστιοφόρα Καϊκια του 20ου αιώνα», Κ.Δαμιανίδης-Τ.Λεοντίδης, Εκδόσεις Γαβριηλίδης

21 Ιαν 2007

Επίσκεψη στο Ναυτικό Μουσείο Χίου

Την Παρασκευή 15/12/2006, πραγματοποιήθηκε η πρώτη "έξοδος" της ομάδας με προορισμό το Ναυτικό Μουσείο Χίου.
Οι υπεύθυνοι του Μουσείου μας ξενάγησαν πρόθυμα στους χώρους του Μουσείου .
Στο μουσείο εκτός από τους πίνακες του συμπατριώτη μας
Αριστείδη Γλύκα,
εκτείθενται μοντέλα σκαφών και ναυτιλιακά όργανα και συσκευές
διαφόρων ιστορικών περιόδων .
Λειτουργεί και βιβλιοθήκη-αναγνωστήριο όπου αναζητήσαμε πληροφορίες για την εργασία μας.
Τέλος, το Μουσείο διαθέτει και πολύ καλή ιστοσελίδα. Επισκεφτείτε την.




19 Ιαν 2007

Εισαγωγικά.....

'Ολοι μας τα τελευταία χρόνια γινόμαστε μάρτυρες της εξαφάνισης των παραδοσιακών ξύλινων σκαριών από τις θάλασσες μας, όχι μόνο σαν αποτέλεσμα της μάχης τους με τον χρόνο και τους βιομηχανοποιημένους απογόνους τους, αλλά και από την βίαιη «απόσυρση» τους έναντι «αμοιβής».
Το τελευταίο, όπως διαπιστώνεται και από τις ανακοινώσεις του Συλλόγου «Φίλοι των Παραδοσιακών Σκαφών», και τα σχετικά δημοσιεύματα των Αθηναϊκών εφημερίδων αποτελεί γενικευμένη πρακτική στον ελλαδικό χώρο.
Σύμφωνα λοιπόν με τις παραπάνω πηγές ο συνολικός απολογισμός του εγχειρήματος, είναι η καταστροφή περίπου δέκα χιλιάδων αλιευτικών σκαφών, που συντελείται με την υποστήριξη και επιδότηση του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, σύμφωνα με τις επιταγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος Αλιείας.
Η διάσωση ελάχιστων απ' αυτά ως μουσειακά σκάφη, όπως συνέβη και στον τόπο μας, δεν είναι αρκετή για να αναστρέψει τη μεγάλη καταστροφή που συντελείται και αλλοιώνει τον παραδοσιακό ναυτικό μας πολιτισμό.
Στον αντίποδα αυτών που συμβαίνουν στο «δικό» μας Αιγαίο, στις απέναντι Τουρκικές ακτές ανθεί μια καθετοποιημένη κατασκευαστική-τουριστική δραστηριότητα η οποία έχει υπερφαλαγγίσει την αντίστοιχη ελληνική. Αυτό συνέβη με την τυποποίηση και τον εκσυγχρονισμό ενός τύπου ξύλινου σκάφους της «γκουλέτας», το οποίο ενοικιάζουν υ επανδρωμένο, σε τουρίστες συνήθως υψηλού εισοδήματος για κρουαζιέρες στο Αιγαίο
Με αφορμή τη συμμετοχή μας στο Δίκτυο "Βιομηχανική Κληρονομιά" που συντονίζει το Κ.Π.Ε Νάουσας, αποφασίσαμε να ασχοληθούμε με το αντικείμενο, θεωρώντας ότι σαν νησιώτες έχουμε υποχρέωση να ευαισθητοποιηθούμε σε ένα τόσο σημαντικό κομμάτι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.


Για λόγους που σχετίζονται τόσο από τις τυπικές υποχρεώσεις μας από την συμμετοχή μας στο παραπάνω δίκτυο, όσο και από χρονικούς περιορισμούς το πρόγραμμα χωρίστηκε σε δύο μέρη:

Το πρώτο, που τιτλοφορείται «Τα ξύλινα τείχη» αναφέρεται στην σημασία του πλοίου για τον ελληνισμό, σε όλη την ιστορική πορεία του. Ανιχνεύονται και καταγράφονται οι κατασκευαστικές τεχνικές και τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για το κτίσιμο της τεράστιας ποικιλίας μορφών ικανών να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των κοινωνιών τόσο σε ειρηνική περίοδο όσο και στον πόλεμο. Η προσπάθεια εντοπισμού και καταγραφής υλικού που αφορά τους Χιώτες καραβομαραγκούς, και τις κατασκευές τους, αποτελεί πρωταρχικό στόχο του προγράμματος και θα γίνει σε βιβλιοθήκες, από μαρτυρίες προσώπων, από το διαδίκτυο, και από εκπαιδευτικές επισκέψεις σε μουσειακούς και επαγγελματικούς χώρους.
Το υλικό αφού επεξεργαστεί , θα παρουσιαστεί στο κοινό με την χρήση σύγχρονων οπτικοακουστικών μεθόδων και μέσων.

Το δεύτερο μέρος που τιτλοφορείται «Σκοτώνουν τα καΐκια όταν γεράσουν;» , αποσκοπεί αφενός στην ευαισθητοποίηση για την διάσωση όσων ξύλινων σκαριών έχουν απομείνει, και αφετέρου την διερεύνηση της διεθνούς πρακτικής σε θέματα διατήρησης και οικονομικής αξιοποίησης αντίστοιχων παραδοσιακών κατασκευών. Επιδίωξη είναι να διατυπωθεί μια βιώσιμη πρόταση παραγωγικής δραστηριότητας που θα συνδυάζει τόσο την διάσωση της πολιτιστικής κληρονομιάς, όσο και την οικονομική προοπτική αυτής της δραστηριότητας. Στην κατεύθυνση αυτή θα μελετηθεί το περιεχόμενο των αναπτυξιακών νόμων που αναφέρονται σε δραστηριότητες που σχετίζονται με τον εναλλακτικό τουρισμό, με ότι θετικό συνεπάγεται αυτό για την οικονομία των νησιών, όπως το δικό μας.
Επιδίωξη του προγράμματος είναι, να οπτικοποιηθεί η πρόταση σε ότι αφορά τις εγκαταστάσεις της προτεινόμενης παραγωγικής μονάδας είτε με ηλεκτρονικό τρόπο (auto- CAD) είτε με κατασκευή μακέτας.

Οι συντονιστές του προγράμματος:

Λιανεζίδης Γιάννης - Δόβας Κοσμάς -Νικολάου Αντώνης.